Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Μου έχει μείνει η αρχή μας, να το ξέρεις. Ήταν αυτή που πήρε την ιστορία μας από το χεράκι, την έβαλε σε ένα ασανσέρ και πάτησε το κουμπάκι για τον πάνω-πάνω όροφο. Μια παραλία, μια κιθάρα κι ένα τραγούδι που εγώ αγαπούσα ήδη, εσύ πάλευες ακόμα να βγάλεις, και κανένας από τους δύο δεν υπολόγιζε πως θα αποτελούσε έναν μικρό πρόλογο -και ίσως και επίλογο- μιας ωραίας καψούρας. Ένα άτυπο soundtrack για κάθε φορά που σε σκέφτομαι ή με σκέφτεσαι. «Στάσου λίγο» και στίχοι που μας είπαν την ιστορία μας πριν καλά-καλά εμείς τη ζήσουμε.
«Για στάσου λίγο, πάρ’ το αλλιώς, γίνε λιγάκι ειλικρινής», λόγια που μας έδεσαν γάντι ενώ ούτε εγώ ούτε εσύ στερηθήκαμε ειλικρίνειας απέναντι στον άλλον ούτε για μισό δευτερόλεπτο. Περίεργο, ε; Στερηθήκαμε όμως για κάποιες στιγμές απέναντι στον εαυτό μας. Εκείνες που λέγαμε πως δεν τρέχει μεταξύ μας τίποτα και πως «έλα μωρέ, παιχνίδι να γίνεται, χλιαρά πράγματα» ενώ μέσα μας οι θερμοκρασίες και τα θερμόμετρα είχαν βαρέσει κόκκινο. Και ήταν μήπως στη δική μας περίπτωση θέμα δυσπιστίας; Μπα, το «δεν ξέρεις να ανοιχτείς» ήταν το πρόβλημα και με εμάς· και ίσχυε εξίσου και για τους δύο. Καθώς και η υποχώρηση που, ας το παραδεχτούμε, ποτέ δεν ήταν το δυνατό μας σημείο.
«Για στάσου λίγο, τι φοβάσαι, παλιές αγάπες μην κοιτάς». Καμένοι και οι δύο στον έρωτα και με δηλωμένες αλλεργίες πλέον στο άκουσμά του. Ξέρεις, εξανθήματα, σπυράκια, βήχας, φτέρνισμα, μα κυρίως τάσεις να πάμε στο περίπτερο να αγοράσουμε τσίχλες (δεν καπνίζουμε κιόλας να έχουμε καμιά δικαιολογία της προκοπής για τις τάσεις φυγής μας). Κι όμως το κάναμε και δούλεψε. Πώς; Μη με ρωτάς, ούτε που ξέρω. Και οι δύο υπολογίζαμε πως θα κρατήσει λίγο, πως ίσως αύριο να είναι η ημέρα που θα πέσει επίλογος. Μα αυτό το «αύριο» δεν ήρθε ποτέ κι εμένα πλέον είτε μου πεις πως θα έρθει σε εικοσιτέσσερις ώρες είτε σε εικοσιτέσσερα χρόνια, για κάποιο λόγο εξίσου θα σε πιστέψω. «Και αν σου φάνηκαν αυτοί οι μήνες πιο της πλάκας» σαν να λέμε, και μας φάνηκαν, μα τελικά μας έβγαλαν ψεύτες. Και είναι όμορφο να βγαίνεις ψεύτης σε τέτοιες προβλέψεις σου.
Ναι, υπήρχαν και τα πισωγυρίσματα. Τα μικρά διαλείμματα από τις πολλές τις υποσχέσεις και οι στιγμές που θεωρήσαμε πως «λόγια μείναν μισά», μα βρίσκονταν πάντα ο τρόπος να αφήσουμε κι εμείς τα «ποτέ» μας και να γυρίζουμε στο «ξανά» μας. Μικρά διαλείμματα για να ξεφύγουμε από βαρετά σκηνικά και κρεβάτια που θυμίζανε το στιλ «δε βαριέσαι, ερωτικό φιλικό».
«Μα κι αν ήτανε λάθος;». Να σου πω κάτι; Ξέρουμε κατά βάθος. Κι αυτό μας φτάνει. Μας φτάνει για να φτάσουμε μαζί στον τελευταίο στίχο και να αποφασίσουμε από κοινού όχι απλώς να μη φύγουμε, μα να μείνουμε εδώ, εσύ με ένα ποτήρι αναψυκτικό στο χέρι κι εγώ με σκέτη βότκα (αστείο που μέχρι κι αυτό μας έδεσε, ε;), να επιμένουμε να ζούμε στίχους που κατάφεραν κάποτε να μας πουν μια ιστορία πριν καν εμείς τη ζήσουμε.