Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Γράφει η Ελένη. 

Όλοι οι έρωτες κάποια αναπόφευκτη στιγμή τελειώνουν, είτε από την προσωρινότητα της φύσης της ζωής των ανθρώπων που τους διαμορφώνουν, είτε από την αδυναμία τους να επιβιώσουν. Αυτό ήξερα μονάχα, πως θα εμφανιζόταν εκείνη η ύστατη στιγμή του χωρισμού. Πίστεψα ότι θα μέναμε μαζί για πάντα; Φυσικά και όχι. Όμως, γιατί τόσο γρήγορα; Ήθελα λίγο παραπάνω από εμάς, επιθυμούσα να μην τελειώσει τόσο γρήγορα αυτό που τόσο ένδοξα είχαμε δημιουργήσει.

Θα ήθελα να είχαμε μιλήσει, να θυμηθούμε όσα ζήσαμε, να γελάσουμε, να κοιταχτούμε με ευγνωμοσύνη και αμοιβαία υποχώρηση, όμως ποτέ δε θα μπορούσαμε έτσι ειρηνικά να υπάρξουμε εμείς οι δύο. Ίσως ήμασταν αρκετά εγωιστές από την αρχή μέχρι το τέλος, ίσως αποφύγαμε να παραδεχτούμε ότι ερωτευτήκαμε στην αρχή και διστάσαμε να πούμε ότι ηττηθήκαμε στο τέλος από τη δύναμη που μας έφερε εξαρχής κοντά.

Σε ερωτεύτηκα σφοδρά, απόλυτα και καταλυτικά αλλά εάν προσπαθούσαμε για λίγο ακόμη, ίσως και να προλαβαίναμε μια αγάπη. Αυτό λοιπόν χρειάζεται η αγάπη για να ευδοκιμήσει και να ανθίσει, λίγο παραπάνω χρόνο; Ποτέ δε θα μάθουμε εμείς οι δύο, ούτε χρειάζεται να μάθουμε. Εμείς βρισκόμαστε αισίως στο τέλος της ιστορίας, γιατί ο έρωτάς μας αδυνατούσε να σταθεί ενώπιόν μας.

Εμείς γράψαμε το τέλος από κοινού, θυμάμαι που το είπαμε άηχα και σχεδόν φοβικά το αντίο, μήπως το ακούσουν οι καρδιές μας και σαστίσουν, με την ελπίδα να γυρίσουν πίσω στις γνώριμες αισθήσεις που τόσο ποθούσαν να αναβιώσουν. Όλα ήταν περιέργως ήρεμα. Πριν τη φουρτούνα προηγείται η γαλήνη, πόσο ειρωνικό.

Ήθελα όμως να υπάρξουμε λίγο ακόμα, να βρίσκομαι μαζί σου για λίγες στιγμές μονάχα, λίγο πριν τον επίλογο. Αλλά λησμόνησα πως η πορεία των χαρακτήρων είχε λήξει, ο συγγραφέας είχε βάλει την τελευταία τελεία και περίμενε για τη βαρύγδουπη εκείνη λέξη που θα σήμαινε πως η ώρα είχε φτάσει, το βιβλίο όφειλε να κλείσει. Δίστασα να γράψω το τελευταίο γράμμα, σαν να πίστευα πως κάτι τρομερά επικίνδυνο θα συνέβαινε και οι ενδόμυχοι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν. Κι ενώ ήμουν σίγουρη πως θα έγραφα τη λέξη «Τέλος» στο κέντρο της σελίδας, λίγο πιο κάτω από την τελευταία παράγραφο σάστισα, δίστασα και δείλιασα. Με άφησες να το κρατήσω, το θεώρησες (απο)τελειωμένη απόφαση, αλλά ξέχασες πως οι συγγραφείς ήμασταν δύο. Πάντοτε σου άρεσαν οι ανατροπές, σκέφτηκα, οπότε γιατί να μη γίνεις και μία; Τι λες λοιπόν, να συνεχίσουμε για λίγο ακόμα την ιστορία (μας);