Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Πίστευα πως εμείς οι δύο ορθά βρισκόμασταν μακριά ο ένας από τον άλλον, φανταζόμουν την καταστροφή που θα προκαλούνταν εάν συγκρουόμασταν ποτέ στην πραγματική ζωή και όχι στις μεταμεσονύχτιες σκέψεις μου που έπλαθα απραγματοποίητα σενάρια στο μυαλό μου. Αλλά ίσως επειδή είχες ζήσει τόσο πολύ μέσα μου, χρειαζόταν να υπάρχεις και στην καθημερινότητά μου, όχι απλώς σαν μία ακόμα παρουσία αλλά ως το βασικό της χαρακτηριστικό.

Ήθελα εμείς οι δύο να συνυπάρχουμε μαζί και στον νου των άλλων, ίσως αυτό με έπειθε για την αλήθεια που βιώναμε, με καθησύχαζε πως θα μπορέσουμε να μην απομακρυνθούμε ποτέ (κάπου πάντα θα υπήρχε ένα αποτύπωμα του έρωτά μας). Οπότε αρχικά λατρεύαμε ο ένας τον άλλον και υπήρξαμε μονάχα για να συναντηθούμε, ερωτευτήκαμε έντονα και ίσως στο τέλος καταλάβαμε πως αγαπηθήκαμε παράφορα. Αλλά ποτέ δε σκεφτήκαμε πως το μυαλό ποτέ του δε συναίνεσε στην ακαριαία σύνδεσή μας, με αποτέλεσμα όταν ήρθε η στιγμή του χωρισμού, όσο κι αν φώναζαν οι καρδιές μας να μη χωρίσουμε ουδέποτε, το μυαλό εξαπέλυσε όλα εκείνα που κρατούσε κρυφά μέσα του. Για πρώτη φορά λοιπόν πορευτήκαμε με τη λογική κι ίσως αυτό ήταν το μεγαλύτερό μας λάθος.

Θεώρησα πως δε θα χρειαστεί ποτέ να σου πω πως μου λείπεις. Το ειρωνικό όμως ήταν πως μου έλειπες περισσότερο στην καθημερινότητά μου.  Όταν ετοιμαζόμουν για τη σχολή δε φεύγαμε μαζί αγκαλιά μέχρι τον σταθμό όπου θα παίρναμε διαφορετικές κατευθύνσεις κι εσύ θα μου έλεγες πάντοτε να προσέχω. Κοιτούσα τη γραμμή που κανονικά θα πορευόσουν εσύ αλλά ίσως πάντα πήγαινα πιο αργά, για να σε αποφύγω. Δε μαλώναμε πλέον για τις ταινίες που θα βλέπαμε τα βράδια, ούτε για τα μέρη που θα συχνάζαμε- αν και πάλι θα καταλήγαμε στα ίδια, δεν μπορούσα να διαφωνήσω πλέον με κανέναν επειδή μονάχα εσύ μπορούσες να με αντικρούσεις αφήνοντάς με άναυδη. Μου λείπει λοιπόν η συνήθεια, όχι εξαιτίας της ρουτίνας που είχαμε δημιουργήσει αλλά λόγω της κοινής πορείας που χαράσσαμε σε μία αβέβαιη εποχή. Ήλπιζα κάποιες από εκείνες τις ημέρες που κατευθυνόμουν προς άγνωστους -αφού δεν ήσουν εκεί- αλλά γνώριμους δρόμους να σε αντικρίσω.

Κάπου εκεί λοιπόν, μεταξύ τρίτου και τέταρτου ποτού, με χαμηλή μουσική υπόκρουση ενός άσημου, έντεχνου συγκροτήματος, μπροστά σε λίγους ανθρώπους που μιλούσαν χαμηλόφωνα και σε μερικά φώτα που τρεμόπαιζαν, σε αντίκρισα στην άλλη άκρη του χώρου πιστεύοντας ότι ήταν ψευδαίσθηση από την παραζάλη του ρακόμελου. Θυμάμαι αμυδρά πως καταλήξαμε στο διαμέρισμά σου, καλυμμένοι με τα μαύρα σου σεντόνια να κοιτάμε εξουθενωμένοι το αδιάφορο ταβάνι. Μου είπες μονάχα πως σου έλειψα, σε κοίταξα όλο νόημα και τότε καταλάβαμε· το μυαλό μας προειδοποίησε μονάχα να μην ξεχάσουμε και η καρδιά υπάκουσε. Μόνο έτσι υπήρχαμε εμείς οι δύο, παλεύοντας για τη λήθη.