Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εξομολογείται η Γωγώ.
«Όταν με βρω θα σου γράψω πύρινα ποιήματα, που λένε για φιλιά σε σταθμούς και καμένα σύνορα»
Γι’ αυτά τα ρημάδια τα φιλιά που δε δώσαμε τη στιγμή που έπρεπε, αλλά λίγο αργότερα -μαζεμένα και λυτρωτικά, λες και γνωρίσαμε τον εαυτό μας απ’ την αρχή, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους από ανθεκτικό υλικό καρδιάς. Για όσα λόγια δεν ψιθυρίσαμε ο ένας στο αυτί του άλλου όταν έπρεπε, αλλά λίγο καιρό πιο μετά- κουβέντες ατόφιες σαν διαμάντια, χωρίς πολλή σκέψη, όπως κάνουν τα μικρά παιδιά που αγαπάμε κι οι δύο. Για όσες αγκαλιές δε μοιραστήκαμε τις μέρες που έπρεπε -εκείνες που το μόνο νόημα στον πλανήτη ήταν η μυρωδιά που αφήνει το δυνατό σφίξιμο στα ρούχα.
Για όσες βόλτες δεν πήγαμε όταν έπρεπε, όταν όλος ο κόσμος τραγουδούσε κι εμείς γράφαμε ακόμη τους στίχους και περιμέναμε τη σωστή στιγμή, που δεν έμοιαζε καθόλου δεδομένη. Για όσες φορές δεν κακιώσαμε, τότε που έπρεπε, αφού τι νόημα είχε να χαλάσουμε τον ίδιο τον κόπο μας, το χρόνο που μέρα με τη μέρα αλληλοεξουδετερώναμε υπομονετικά; Για ό,τι δεν είπαμε την ώρα που έπρεπε, το αφήσαμε για λίγο πιο μετά, το ζυγίσαμε και το εκφράσαμε πιο ώριμα, χωρίς να ξύσουμε αυτό που θα δίναμε τα πάντα για να γιατρέψουμε.
Για όσες καλημέρες μοιραστήκαμε νοητά ή γραπτά, για όσες καληνύχτες δεν ήταν τελικά τόσο καλές, αφού δεν είχαμε ένα κοινό σεντόνι να τραβάμε ο καθένας προς τη δική του μεριά. Για όσες δύσκολες μέρες δεν κάτσαμε μαζί στο κρεβάτι να τις εξομολογηθούμε και να βρούμε μία λύση, αλλά τη στείλαμε ταχυδρομικώς. Για όσες φορές δεν κλείσαμε το μάτι ο ένας στον άλλο, ύστερα από μια χοντράδα που ξεστομίσαμε και για όσες φορές το κάνουμε τώρα που σπρωχνόμαστε στο πεζοδρόμιο.
Για όλες αυτές τις φορές που στερηθήκαμε και για όσες ακόμη θέλεις. Δεν ξέρω τι έπρεπε να συμβεί, το μόνο που γνωρίζω είναι τι συμβαίνει τώρα. Για όσα τάξαμε κι ακόμα δεν πραγματοποιήσαμε, για όσα κάνουν τα εικοσάχρονα μάτια να λάμπουν και μόνο στην ιδέα. Για όλο το ζόρι που τραβάμε, για όσα εύκολα ζουν οι άλλοι κι εμείς χρειάζεται ν’ αντιμετωπίσουμε λιγάκι διαφορετικά. Για όσα παράξενα είμαστε όταν περπατάμε κοντά-κοντά, για όσα καινούρια γνωρίσαμε ξυπνώντας μαζί, για όσα κρατήσαμε για το μέλλον που δε φοβηθήκαμε λεπτό. Για παν ενδεχόμενο, για όσα μπορούμε και για όσα δε θα μπορέσουμε ποτέ με τον όρο του «μαζί».
Ανακατεμένα και σαστισμένα, καθόλου οργανωμένα δεν ήθελα να τα γράψω. Ήθελα να είναι σίφουνας, σαν τον έρωτα- όχι κάποιον τυχαίο. Εκείνον που σε βρίσκει στην πιο άκυρη στιγμή, σ’ ένα γνώριμο μέρος, μέσα από ένα ζευγάρι οικεία μάτια. Εκείνον που κατεβάζει το παράθυρο του αμαξιού και σου χαμογελά, που σε κερνά κρασί σε πλαστικό ποτήρι. Εκείνον που δεν υπόσχεται τίποτα, αλλά φροντίζει να επιβεβαιώνει πράττοντας. Εκείνον που κάνει λάθη και τα παραδέχεται με το ίδιο θράσος, που σε προκαλεί να είσαι ο πιο αγενής εαυτός σου για να τον γνωρίσει κι αυτόν. Τον έρωτα που σε σακατεύει, αλλά δε σ’ αφήνει και μένει να σακατευτεί κι αυτός μαζί σου.
Για κάθε λόγο που μπορεί να βρει άνθρωπος πάνω σ’ αυτή τη γη, αλλά και λίγο πιο μακριά, εκεί ψηλά που ταξιδεύουν οι αγάπες το βράδυ. Το βράδυ με το δροσερό αεράκι και το γεμάτο φεγγάρι, που έγινε μισό καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες. Μπας και πήρες το κομμάτι που του έλειπε και το φύλαξες κρυφά χωρίς να μου το πεις, πάλι;
ΥΓ.: Άχαστο πράγμα τα μάτια, τελικά. Ε, μάτια μου; Αυτά ν’ ακούς.