Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Αγάπη μου,
Μου αρέσει πάντα να ξεκινάω έτσι όταν σου γράφω, μιας κι είναι μια λέξη που δε θα μπορέσω ποτέ να σου πω από κοντά. Σου γράφω πάντα με τη μορφή επιστολής γιατί τα μεγαλύτερα ερωτόλογα κρύφτηκαν σε μια επιστολή που έγινε αθάνατη: Ο Μποντλέρ, ο Σέξπιρ, ο Μπετόβεν, ο Καρυωτάκης. Μ’ αρέσει ν’ αρχίζω έτσι κι έτσι να τελειώνω, σαν ένα γράμμα το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να σου στείλω, ένα γράμμα που δεν πρόκειται ποτέ να διαβάσεις.
Τα πράγματα έχουν πάρει περίεργη πλοκή. Έρχεσαι και φεύγεις σαν μπόρα του Αυγούστου. Αλλάζεις σαν τις εποχές, αλλά με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα. Είναι στιγμές που νομίζω πως σε έχω- απλώνω το χέρι μου να σε πιάσω. Μόνο νομίζω όμως. Τα πρωινά που ξυπνάω, νιώθω σαν να έχω μια μεγάλη τρύπα στο στέρνο. Μην κοιτάς που δεν τη βλέπεις. Όλοι μου λένε ότι, αν κάποιος θέλεις να γυρίσει, δεν πρέπει να του δείχνεις αυτά που νιώθεις. Πρέπει να βλέπει πως έχεις δική σου ζωή, πως στέκεσαι στα πόδια σου, πως δε σε νοιάζει. Κι ας είναι όλο ψέμα. Αυτό κάνω λοιπόν κι εγώ. Κατάφερα να σε πείσω πως στη ζωή μου υπάρχουν κι άλλοι σημαντικοί άνθρωποι. Ενδεχομένως πιο σημαντικοί από σένα. Εγώ συνεχίζω να είμαι στην ίδια θέση. Εσύ δεν το ξέρεις. Συνεχίζω να κοιμάμαι τα βράδια με τη σκέψη σου. Εσύ δεν το υποπτεύεσαι. Συνεχίζω να σου γράφω τραγούδια, που δε θ’ ακούσεις γιατί δεν ανέχομαι να επιβεβαιώσω το εγώ σου. Τελικά, πάντα με τράβαγαν οι άνθρωποι που μοιάζουν με παγόνια. Είσαι κι εσύ ένας από αυτούς, που όσο περισσότερο σου δείχνω τον θαυμασμό μου τόσο ψηλώνει κι απομακρύνεται.
Τα λόγια μου τρέχουν, το χέρι μου γράφει στο χαρτί κι έρχονται στιγμές που δεν ξέρω τελικά ποια είναι η αλήθεια. Σε περιγράφω με λέξεις όμορφες, με λέξεις αιχμηρές. Και φοβάμαι πολλές φορές μήπως κάνω λάθος. Μήπως λέω ψέματα, μήπως δεν είσαι εσύ αυτό που σκιαγραφώ. Γιατί δε σε ξέρω. Κάποιοι λένε ότι μαθαίνεις έναν άνθρωπο όταν τον κοιτάς στα μάτια. Εγώ όμως κάθε φορά που σε κοιτούσα, χαμήλωνα το βλέμμα. Δεν πειράζει βέβαια, γιατί έφτανα στα χείλη σου. Δεν ξέρω αν σου έχουν πει ποτέ πως όταν χαμογελάς λάμπει ολόκληρο το πρόσωπό σου. Όπλο σοβαρό, σειρήνας, για να ξεχνά ο ναύτης τον προορισμό του. Έτσι ξεχνάω τι έγραφα, τι έλεγα, πού ξεκίνησα να πηγαίνω. Είπα πως θα φύγω, το εννοούσα όμως και ποτέ;
Πάλι είμαι εδώ και σου γράφω. Γράφω για τις στιγμές, αυτές τις λίγες στιγμές που σ’ ένιωσα κοντά μου. Για όταν αγγίζονται για λίγο τα χέρια μας. Για τα δευτερόλεπτα που αφέθηκες. Κι όσο γράφω, πάντα θα σκέφτομαι πως ίσως μια μέρα διαβάσεις κάποια λέξη. Κι αν διαβάσεις δε θέλω να δεις όλα αυτά που έγραφα παραπάνω. Γιατί σε σένα, δεν αρέσει το μελό. Ξέρεις, ούτε κι εγώ την αγαπάω αυτή την πλευρά μου. Γιατί είναι παράλογη και παρορμητική και κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν πως θα τους πνίξει. Κι ας έχεις δει πως η πρόθεση των δαχτύλων μου είναι να σε χαϊδέψουν κι όχι να σε πιάσουν από τον λαιμό. Ίσως πάλι να μην το είδες. Κι ίσως αυτός να είναι ένας λόγος για να συνεχίσω να γράφω για σένα.
Μέχρι κάποια μέρα, τα λόγια μου να σ’ αγγίζουν μ’ έναν τρόπο που να είναι σωστός και για τους δυο. Ή να μη με νοιάζει πια να γράψω για σένα ούτε λέξη.