Γράφει η Μαρία Π.
Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εμφανίστηκες ξανά μετά από μήνες, ξαφνικά, όπως κάνεις κι όταν φεύγεις, κάθε φορά. Έχω δήθεν κλειδώσει όλες τις πόρτες, ώστε να μην επιτρέπω τους γυρισμούς σου. Αν κι ειλικρινά, αυτό που αρχικά ήθελα ν’ αποτρέψω, ήταν οι φυγές σου.Όσες φορές όμως κι αν γύρισα το κλειδί, ποτέ δεν είχε ουσιαστικό νόημα, αφού έδωσα σε σενα το μοναδικό αντικλείδι, αυτό που ανοίγει όλες τις πόρτες, της ζωής μου, του μυαλού μου, του κορμιού μου. Κι εσύ το ξέρεις πια πολύ καλά αυτό.
Με κάθε ευκαιρία φεύγεις κι επιστρέφεις, πάντα βιαστικά, σαν περαστικός που τον έπιασε μπόρα, σαν κυνηγημένος που τρέχει χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Αγαπάς τις νύχτες, γιατί ξέρεις ότι τότε μου λείπεις πιο πολύ όταν γυρνάς κι ότι τότε πονάω πιο πολύ όταν φεύγεις. Σου επέτρεψα να με μάθεις καλά.
Έρχεσαι πάντα στις πιο ευάλωτες στιγμές μου, δήθεν μετανιωμένος, τάχα πως σου έλειψα. Κι εγώ επιλέγω να σε πιστεύω, κάθε φορά. Είναι βλέπεις που ξεγελάς τη μοναξιά μου τόσο όμορφα. Αυτή φταίει για όλα, τώρα που το σκέφτομαι. Αυτή σε φέρνει σε θέση ισχύος κι εμένα με τρώει, με υπνωτίζει και με παραπλανεί ώστε κάθε φορά αφήνομαι στα χέρια σου, σαν να μην έλειψες λεπτό.
Είναι αυτή η στιγμή που σε βλέπω πάλι μπροστά μου, στην πόρτα μου, να με κοιτάς στα μάτια κι εγώ ν’ αντικρίζω απέραντους ουρανούς. Είναι αυτή η στιγμή που από τα χείλη σου παίρνω χαμόγελα κι ανάσες ζωής κι από την αγκαλιά σου δύναμη. Κι έπειτα οι στιγμές παγώνουν, όταν ξανά τα κορμιά μας γίνονται ένα, μπλεγμένα σε κουλουριασμένα σεντόνια, οικεία αρώματα, κοφτές ανάσες και βλέμματα γεμάτα πάθος. Παγώνουν, ανάμεσα σε λόγια που λαχταρούσαν να ειπωθούν καιρό.
Κι όταν ο χρόνος σταματά, παύω να νιώθω μοναξιά, χάρη σε σένα. Πώς να μη στο αναγνωρίσω αυτό; Πώς να κλείσω τα μάτια σ’ αυτές τις στιγμές ευτυχίας; Μια ευτυχία που ξέρω πως δε κρατήσει για πολύ κι όμως επιλέγω ν’ αγνοώ αυτή τη φωνή, που ουρλιάζει μέσα μου. Διαλέγω να βάζω στο αθόρυβο τη λογική, κάθε που μιλά η καρδιά.
Κι αυτή την καρδιά, που επιλέγει να σου δίνει κάθε παλμό της, εσύ διαλέγεις, χωρίς δισταγμό, να τη σταματάς κάθε τρεις και λίγο. Επιλέγεις να την αφήνεις στην αναμονή σου, μαζί με μενα, μέχρι να έρθεις πίσω και να της δώσεις και πάλι ρυθμό.
Προσπάθησα πολλές φορές να σε δικαιολογήσω. Ίσως φοβάσαι όσα νιώθεις, σκέφτηκα. Κάποιες φορές πάλι, τη λύπη ακολουθεί ο θυμός και τότε δηλώνω πως είσαι απλά δειλός που δεν παραδέχεσαι ότι σε βολεύει να έχεις πάντα ανοιχτή αυτή την πόρτα. Άλλες φορές πάλι κοιτώ την αλήθεια κατάματα και παραδέχομαι ότι την ευθύνη την έχω εγώ και μόνο. Πως εγώ είμαι αυτή που επιτρέπω τα πήγαινε-έλα σου. Είμαι εγώ εκείνη που αντί να κλείσει την πόρτα οριστικά, την κλείδωσε αλλά σου έδωσε αντικλείδι, για να εξασφαλίσει την επιστροφή σου.
Και κάπου εκεί, συνειδητοποιώ ότι αυτή η αλήθεια δε με βολεύει κι άρα δεν πρέπει να ισχύει. Και τότε πείθω τον εαυτό μου ότι δε φταίω εγώ, όπως δε φταις κι εσύ τελικά. Η μοναξιά μου φταίει, αυτή που κατάφερες να τη ξεγελάς τόσο όμορφα.
Και πάλι από την αρχή…