Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Γράφει η Ελένη.
Ξέρω πως πέρασε καιρός μα φαντάστηκα πως δε θα μου έκανε τόση εντύπωση να σε αντίκριζα μπροστά μου. Πίστεψα πως πλέον θα μου περνούσες τουλάχιστον αδιάφορος, μα έκανα ξανά λάθος. Ξέρεις, πάντοτε η εποχή αυτή μου προκαλεί μια νοσταλγία, σαν να μου έλειπαν όλα εκείνα που είχα ζήσει, τα μέρη που είχα βρεθεί, οι άνθρωποι που είχα συναντήσει και πλέον δε βρίσκονται δίπλα μου, όπως κι εσύ. Είχες μετατραπεί πλέον σε μια μακρινή ανάμνηση που αναπολούσα τις μοναχικές νύχτες του Αυγούστου, σαν κάτι απαγορευμένο που το στερούσα σιγά σιγά από τον εαυτό μου, μήπως και καταφέρω να το αποβάλλω κάποια στιγμή, μάταια πίστευα πως η περαστική σου σκέψη θα μου ήταν αρκετή. Αλλά όπως πάντοτε σχεδόν συμβαίνει το σύμπαν αποφάσισε πως έπρεπε να σε δω ξανά μπροστά μου.
Τα μάτια μας συναντήθηκαν, όχι σε μία στιγμή παθιασμένης έκρηξης αλλά σε ένα άβολο κοίταγμα. Η τότε κοινή μας παρέα, που βρισκόταν μαζί σου, με χαιρέτησε εγκάρδια αλλά εγώ αποζητούσα τη δική σου αγκαλιά για άγνωστους λόγους, με το αποτέλεσμα πιθανότατα απόλυτα καταστροφικό ή τελείως αδιάφορο. Αρκεστήκαμε σε μία τυπική συζήτηση, που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί κι ανάμεσα σε αγνώστους. Πώς και πότε προλάβαμε να καταλήξουμε εμείς οι δύο έτσι;
Κάποιοι ίσως το έλεγαν απρόσμενο, κάποιοι ίσως θα προσπαθούσαν να το δικαιολογήσουν, ήξερα όμως ότι ήταν αναμενόμενο κι όταν συνέβη δε με πείραξε καθόλου, μάλλον με ανακούφισε τη στιγμή εκείνη πάνω στην οργή.
Κι ύστερα, η ερώτηση με δόντια σφιγμένα. «Με σκέφτεσαι άραγε ποτέ;» Αυτή η τελευταία ερώτηση, πάντοτε δειλή, κρυβόταν πίσω από προσποιητές, γενικόλογες ερωτήσεις, μήπως και μου ξεφύγει και ψυχραθούμε για πάντα. Όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος που δεν τολμούσα να την προφέρω σ’ εσένα, αλλά η πιθανή της απάντηση. Κι αν έλεγες όχι;
Αυτά τα τρία γράμματα της δυστυχίας μου θα εμφανίζονταν ενώπιόν μου από τα χείλη που αποζητούσα άλλες λέξεις κι ήλπιζα για άλλες καταλήξεις και αυτό ήταν κάτι που αδυνατούσα ακόμη να το δεχτώ. Ήθελα ενδόμυχα κάθε φορά που μια αύρα κοντά σου θα με θύμιζε κάπως, να ερχόμουν στη μνήμη σου, το είχα ανάγκη το φάντασμα της σχέσης μας να έρθει για λίγο στη ζωή.
Με με παρεξηγείς, θα ήθελα να προχωρήσεις, να χαμογελάσεις ξανά, να ζήσεις τον μεγάλο εκείνο έρωτα που δεν καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε. Μόνο μη με ξεχάσεις αν μπορείς, να μην περάσω αδιάφορα από τη ζωή σου, να μην είμαι ένα αδιάφορο κι άγνωστο βλέμμα στο πλήθος. Να μη γίνουν οι λέξεις μας ποίηση κάποιου άλλου έρωτα.