Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

Εξομολογείται η Σοφία Μιχοπούλου.

 

Ανέκαθεν πίστευα πως τον κίνδυνο πρέπει να τον περιμένεις από εκεί που δεν τον βλέπεις να έρχεται. Μέχρι την ημέρα που στάθηκες μπροστά μου και συστήθηκες ως ο ίδιος ο κίνδυνος, διαψεύδοντας καθετί έως τότε δεδομένο.

Εσύ, ο «ζαμανφού μα και σερσέ λα φαμ». Ο τύπος που δεν τον χωράνε τα καλούπια καμίας, που δε συμβιβάζεται, που θα μιλήσει μόνο όταν θέλει να μιλήσει, μα κι αυτό δε θα το κάνει για να σου ανοίξει την καρδιά του. Βλέπεις, αυτή είχε εξαρχής φορέσει αλεξίσφαιρο ένα αδιαπέραστο «μην εισέρχεσθε». Περιοχή κόκκινης ζώνης, επειδή κάποια στη φυγή της την άφησε γεμάτη νάρκες, αναγκάζοντάς σε να την εκκενώσεις.

Το τέλος του κακοπαιγμένου έργου μας ήταν προκαθορισμένο εξαρχής. Εσύ σε κάποιο απ’τα κακά λημέρια, που συνήθιζες να συχνάζεις, παλεύοντας να καλύψεις τον μόνιμα συναισθηματικά κενό εαυτό σου. Να αναζητάς δανεική καύλα της μίας βραδιάς σε όποια κινούνταν προκλητικά κι επικίνδυνα κοντά σου, στρίβοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, στην προσπάθειά σου να αποδεχτείς πως πράγματι σου γάμησα το μυαλό φορώντας ακόμη όλα μου τα ρούχα. Κι εγώ απ’ την άλλη, στον καναπέ της κολλητής μου, να με φασκελώνω και να τα ρίχνω όλα στην τύχη μου τη χορεύτρια κι όχι στα ωραία σου τα μάτια, ξέρω ‘γω! Μην τυχόν και θιχτεί το ψωροπερήφανο εγώ μου, αν παραδεχόταν πως τελικά το outsider έγινε φαβορί με το έτσι θέλω.

Απόψε νιώθω πως θα’θελα να κάναμε μια τελευταία βόλτα, όπως την πρώτη μας, στην πλατεία Μαβίλη. Τότε που επιστρέφοντας κόντεψα να μπω σε λάθος αυτοκίνητο κι όχι στο δικό σου. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ενώ εγώ ευχόμουν να ανοίξει η γη να με καταπιεί, εσύ με κοίταξες με μια παιδική απορία, κι όταν άρχισες να γελάς εκκωφαντικά, magic trick! Έκανες ακόμη και τις άμυνές μου να σε γουστάρουν.

Δεν είναι ότι μου λείπεις, ποτέ δε μου έλειψες. Μου έλειπε αυτό που χάναμε μένοντας χώρια. Μου έλειπε να με βάζεις στη θέση μου. Στα χέρια σου. Κι ήταν κι αυτό το αναθεματισμένο κενό στο κρεβάτι, που ποτέ δε σου ζήτησα να γεμίσεις. Δεν ήθελα να μοιραστώ μαζί σου το κρεβάτι μου, τον ύπνο μου, τα όνειρά μου, εμένα. Κι όσο κι αν σε γούσταρα ήταν τόσο ντεκαυλέ που, όπως στο δημοτικό τραβούσαμε διαχωριστική γραμμή στη μέση του θρανίου, εμείς την τραβούσαμε στο κρεβάτι! Μην τυχόν κι αγγίξει ο ένας τον άλλον παραπάνω απ’τα αυστηρά όρια και σκάσει απροσδόκητα καμία νάρκη.

Δεν ήμουν για σένα, δεν ήσουν για μένα, αλλά με κάποιον τρόπο κάθε φορά που με αποκαλούσες «κωλόπαιδο» γινόμασταν ο ένας για τον άλλον. Ήμασταν κάτι πέρα απ’ τα όρια της ιδιοσυγκρασίας μας κι ας μη μάθαμε τι ήμασταν εντέλει. Μία «οικειοθελής αποτυχία» κατά τα λεγόμενα των πολλών, ένα «life happens» κατ’εμέ, μία «ασυμφωνία χαρακτήρων» κατ’εσέ. Ό,τι κι αν ήταν, δεν είναι πια.

Αν με ρωτούσες τι έφταιξε, τελικά, δεν είναι που ποτέ δε μιλήσαμε έξω απ’τα δόντια, αλλά που δεν ακούσαμε. Πάντοτε όποτε μπορούσες και μπορούσα, επιλέγαμε να κάνουμε οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό. Όλα ήταν στο χέρι μας. Και δεν τα αφήσαμε να πέσουν κάτω, επειδή δεν είχαμε άλλη επιλογή. Πάντα έχουμε επιλογή, απλώς κάποιες φορές είναι πολύ βαριά για τα γούστα μας. Μου το επιβεβαίωσαν τα χείλη σου στο «για όσο» που ψιθύρισαν ξημερώματα, ενώ εγώ σε κοιτούσα σαν νυσταγμένο κουτάβι κι εσύ απορούσες πώς τα κατάφερα να γίνω ντίρλα με το δεύτερο ποτό.

Μόνο εκείνο το ξημέρωμα ήμασταν στ’αλήθεια εκεί ο ένας για τον άλλον. Έκτοτε, η ιστορία μας όλη μια τετριμμένη σκηνή σε επανάληψη. Εγώ να σε διώχνω σαν υστερικιά, εσύ να με λες «μαλακιστήρι» κι ύστερα να στέλνουμε μαζί στον διάολο ένα αύριο που ποτέ δε δείξαμε φανερά να μας απασχολεί.

Είμαι κι εγώ παράξενος άνθρωπος, γι’αυτό και δε σε αδικώ που δε με ένιωσες. Με ιδιοτροπίες, ανασφάλειες, ξεσπάσματα. Δίδυμος! Και φεύγω, γαμώτο. Όλο φεύγω! Ίσως γιατί ελπίζω πως θα βρεθεί ο άνθρωπος που θα χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι και θα μου πει «δε θα πας πουθενά».

Ήσουν, όμως, κι εσύ, ρε μάτια μου, μεγάλο μαλακιστήρι, τελικά! Βέβαια, αν δεν ήσουν, ίσως να μη σε γούσταρα τόσο κι έτσι να μπορούσα να συμφιλιωθώ με την –εκτός προγράμματος– προσωπική μου συμφορά και να αποδεχτώ ότι δεν κατάφερα να διαχειριστώ μια κατάσταση που εκουσίως καταδίκασα σε αδιέξοδο.

Αν σου γράφω απόψε, δεν είναι επειδή πιστεύω στις εκ των υστέρων εξηγήσεις, αλλά επειδή εσύ δε χτύπησες το χέρι στο τραπέζι. Κι είπα να μη βαρύνω τη βαλίτσα μου και με χρωστούμενα ανείπωτα. Όταν θα σταματήσω να γράφω, αφού θα έχουμε πια ξεχρεώσει, θα φορέσω την κουκούλα του φούτερ μου και θα ανάψω τσιγάρο, όπως ακριβώς θα έκανες κι εσύ. Ως φόρο τιμής στην καψούρα μου για εσένα, το απόλυτα σωστό λάθος μου.

Δε με αγάπησες, επειδή μπορούσες κι αλλιώς. Φεύγω, επειδή δεν μπορώ κι αλλιώς. Δε χρειάζεται να σε αποχαιρετήσω, πάει καιρός απ’ όταν είπαμε το δικό μας αντίο. Και χαίρομαι, η δειλή, γιατί ξέρω πως αν σε έβλεπα τώρα, ίσως να τα παρατούσα όλα. Ίσως μόνο τώρα.

Θα ξαναβρεθούμε κάποτε, για εκείνον τον καφέ που ακόμα δεν ήπιαμε. Θα παραγγείλω για σένα έναν «βαρύ γλυκό» κι εσύ θα με κοιτάξεις υπεροπτικά και θα μου πεις «Σιγά, ρε, εξωτικό χαρμάνι!». Τι κι αν ο σερβιτόρος μας κοιτάξει με απορία; Εμείς θα ξέρουμε.

Υ.Γ.: Πριν φύγω, έφτασα στην πόρτα σου. Κι αν δε σου χτύπησα, είναι που ήταν αργά. Είναι που πάντα ήταν.

Συντάκτης: Σοφία Μιχοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη