Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εξομολογείται η E.
Δε θα καταλάβω ποτέ τι θες. Πώς γίνεται απ’ τη μια, ρε φίλε, να είσαι τόσο τρυφερός κι απ’ την άλλη τόσο μαλάκας; Πώς γίνεται απ’ τη μια να με κοιτάς στα μάτια, λες και είμαι ο έρωτας της ζωής σου, κι απ’ την άλλη να μη σηκώνεις καν το κουλό σου να στείλεις ένα μήνυμα δυο σειρών να δεις απλώς τι κάνω; Πολλές ερωτήσεις, ε μωρό μου; Έχω κι άλλες, αλλά τι σε ρωτάω! Αφού δεν πρόκειται να πάρω καμία απάντηση.
Είναι φορές που ξημερωβραδιαζόμασταν μιλώντας, και όχι, δε λέγαμε τίποτα το σοβαρό, απλώς πείραζε ο ένας τον άλλο. Με πείραζες, θυμάμαι, γιατί ήμουν καψούρα και ανέβαζα διάφορα, ενώ ήξερες ότι ήταν για εσένα, και τότε σε ήθελα ακόμα πιο πολύ. Και μάλλον με ήθελες κι εσύ, έτσι φαινόταν τουλάχιστον. Μιλούσαμε έξι μήνες, δεν είχαμε μαλώσει ποτέ και για κανένα λόγο και κάπως έτσι εμφανίστηκα μπροστά σου το καλοκαίρι. Θυμάσαι;
Ήμουν τρελή, έλεγες, που ήρθα να σε βρω. Έτσι είναι όμως, όταν είσαι ερωτευμένος αυτόματα είσαι και τρελός, γιατί δεν υπολογίζεις τίποτα, απλώς κάνεις αυτό που θέλεις να κάνεις. Κι έφτασε η στιγμή που θα σ’ αγκάλιαζα για πρώτη φορά -ακόμη απορώ πώς δε λιποθύμησα- και τότε ενώθηκαν όλα τα σπασμένα κομμάτια μέσα μου. Μετά μου γέλασες, μπορείς να μου γελάσεις ξανά; Κι όσο δούλευες, δεν είχες πάρει τα μάτια σου από πάνω μου, με κοιτούσες, σου μιλούσαν οι άλλοι κι εσύ κοιτούσες εμένα, μ’ αυτά τα υπέροχα ματάκια που τώρα μάλλον κοιτάνε αλλού και λιώνουν για κάποια άλλη.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά έφτασε το βράδυ, εκείνο το βράδυ, εκείνο το πρώτο φιλί, εκείνο. Εκείνο το πρώτο φιλί και τι δε θα έδινα για να το ξαναγευτώ. Κι αφού έπρεπε να φύγω την επόμενη μέρα, σε αγκάλιασα σφιχτά και μου ψιθύρισες το παρατσούκλι που μου είχες δώσει κι εγώ σου γέλασα, σε κοίταξα στα μάτια και αποχώρησα, χωρίς πολλά λόγια γιατί οι αποχαιρετισμοί είναι δύσκολο πράγμα. Είναι για δυνατούς κι εγώ εκείνη την ώρα, μόνο δυνατή δεν ήμουν.
Μετά γυρίσαμε στην παλιά ρουτίνα -σχεδόν- αφού είπες κι εσύ τη γνωστή ηλιθιότητα «ας μείνουμε φίλοι». Πώς γίνεται να μείνουν δύο άνθρωποι φίλοι που πιθανόν να λιώνει ο ένας για τον άλλον; Δεν το κατάλαβα αυτό ποτέ. Κι όμως, ο τρόπος που μου μιλούσες δεν ήταν ποτέ φιλικός, ήταν όλο υπονοούμενα και γλυκόλογα. Με μπέρδευες πολύ, δεν μπορούσα να καταλάβω τι θες. Ούτε ακόμη μπορώ.
Όταν σε ξαναείδα μετά από δύο μήνες, πάλι με κοιτούσες μ’ αυτά τα μάτια, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, γελούσες εσύ, γελούσαν και τα μάτια σου μαζί, γυάλιζαν. Κι αφού αράξαμε σ’ ένα παγκάκι αρχίσαμε τη συζήτηση από εκεί που την αφήσαμε το καλοκαίρι. Σαν να μην πέρασε ούτε μία μέρα.
Τώρα, όμως, έφυγες πάλι. Κι εκεί που είσαι μάλλον με ξέχασες, γιατί έχεις να μου μιλήσεις δύο βδομάδες. Χωρίς να ξέρω, αν έκανα κάτι ή αν απλώς με βαρέθηκες. Γιατί δε μου μιλάς μία φορά ειλικρινά; Να μου πεις τι θες. Γιατί κάθομαι και ξημεροβραδιάζομαι μόνη μου περιμένοντας ν’ ανάψει αυτή η πράσινη βουλίτσα και μετά περιμένω άλλες τόσες ώρες, μήπως μου στείλεις ένα μήνυμα.
Θέλω να περνάς καλά και να γελάς, ακόμη κι αν δεν είμαι εγώ η αιτία πλέον. Μόνο μη μου ζητήσεις το ίδιο. Χωρίς εσένα δεν μπορώ να γελάσω, δε με κάνει κανένας άλλος να γελάω μ’ όλη μου την ψυχή. Κι αν κάποια στιγμή θελήσεις να γυρίσεις, θα είμαι ακόμη εδώ και θα σε περιμένω, γιατί αυτό είναι το ελάττωμά μου. Περιμένω πάντα τους ανθρώπους να γυρίσουν.
Να προσέχεις.