Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Γράφει ο Μάνος.
Αγαπημένη μου,
από όταν ήμουνα μικρός μου άρεσε να αγοράζω τετράδια. Όσο άλλα πιτσιρίκια χάλαγαν τα δίευρα σε φακελάκια με αυτοκόλλητα ποδοσφαιριστών εγώ επέλεγα να τα κρατάω για να ξεφεύγω από εκείνα τα κλασικά τα μπλε τετράδια με την ετικέτα για το όνομα μπροστά και το κάτασπρο φύλλο με τις ξεθωριασμένες γαλάζιες γραμμές. Ήθελα να παίρνω τα άλλα, εκείνα που τα φύλλα τους λιγάκι κιτρίνιζαν και σου άφηναν στην αφή μια ευχαρίστηση. Τώρα ίσως να αναρωτηθείς γιατί στο λέω αυτό. Γιατί να επιλέξω να ξεκινήσω το γράμμα μου με μια ανούσια παιδική μου ανάμνηση, μα πίστεψέ με, υπάρχει λόγος.
Ποτέ δεν έγραφα μέσα τους με στιλό. Δε σβήνει το μελάνι, αφήνει αιώνιο αποτύπωμα και εγώ στα πανέμορφα φύλλα μου ήθελα να έχω γράμματα ομοιόμορφα και με μηδέν μουτζούρες. Επέλεγα λοιπόν μολύβι, γιατί με μια γόμα όλα έφτιαχναν. Κι όσο μεγάλωνα και τα άλλα παιδάκια μάθαιναν στο μπλάνκο και συχνά πυκνά πάταγαν πάνω από μία λέξη τη διόρθωσή της, εγώ επέμενα εκεί. Στα μολύβια. Γιατί αν κάτι πήγαινε στραβά ήταν εύκολο, με δύο, άντε τρεις, κινήσεις μιας γόμας μισής κόκκινης και μισής μπλε (με εμένα να ενοχλούμαι από την κοροϊδία της μπλε μεριάς) μέχρι και να ξεχάσεις πως υπήρξε ποτέ ατέλεια. Κάπως έτσι φερόμουν και στον έρωτα.
Σχέσεις γραμμένες με μολύβι, από αυτές που με δύο, άντε τρεις, κινήσεις σβήνουν. Σχέσεις ανούσιες, εύκολες, συναισθηματικά απόμακρες. Σχέσεις στις οποίες επικρατούσε το κρεβάτι (ή και τα άλλα έπιπλα), οι ελαφρώς μεθυσμένες συζητήσεις και οι προσεκτικά επιλεγμένες ανάλαφρες στιγμές. Η αρχή και το τέλος τους έμοιαζαν κι αν έπρεπε να βρω τρόπο να περιγράψω αυτήν την ομοιότητα θα έλεγα πως οι λέξεις που σχημάτιζαν τον κοινό παρονομαστή ήταν οι εξής: «πρακτικά αδιάφορα». Και μετά γνώρισα εσένα. Και κάτι άλλαξε.
Με επιθυμία να γράψουμε με μολύβι τις σελίδες μας σε πλησίασα και εσένα. Το ξέρω και το ξέρεις. Να περάσουμε όμορφα για λίγο, να γεμίσουμε τέσσερις ή πέντε νύχτες και να τραβήξουμε μετά εσύ από τη δεξιά κι εγώ από την αριστερή. Να μην ξαναβρεθούμε, να σβήσει καλά και το αποτύπωμα. Μα οι πέντε βραδιές γίναν έξι, οι έξι δέκα, οι δέκα εκατόν δέκα και μετά ξεφύγαμε απ’ το μέτρημα. Ή μάλλον, ξεκινήσαμε να το υπολογίζουμε αλλιώς. Μετράμε τώρα δέκα χρόνια με εμένα να απορώ πώς έγινε αυτό και γιατί επιθυμώ τόσο πολύ να μείνω για άλλα τόσα. Και μετά, αν κάτι τύχει και πρέπει να λήξει, να το γράψουμε απ’ την αρχή ξανά. Κι όχι με μολύβι.
Δε σβήνει πια το αποτύπωμά μας. Γράφτηκε και σχεδόν χαράχτηκε μέσα μας. Καμιά γόμα δε θα το έπιανε, ούτε καν η μπλε μεριά. Χρόνια μας πολλά ψυχή μου για τα δέκα χρόνια μας και εις υγείαν των σελίδων που μένουν ακόμα να γραφτούν. Ανεξίτηλα.