Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εξομολογείται η Γ.
Ναι, σε είδα. Εκεί γύρω στις 12.30, καθώς περνούσα από έξω από εκείνο το μαγαζί για να βγω στην πιάτσα να πάρω ταξί και να γυρίσω σπίτι. Τα μάτια μου σε έψαχναν όλη νύχτα κι εγώ σε είδα για μισό δευτερόλεπτο να κάθεσαι κάπου στον ορίζοντα, ούτε και ξέρω με ποιους.
Δε συνήθιζες να κάθεσαι σε αυτό το μαγαζί. Μα μήπως και ξέρω πια τι συνηθίζεις; Μήπως ήξερα και ποτέ; Ποιον κοροϊδεύω; Ήξερα πιο καλά απ’ τον καθένα πόσο δεξιοτέχνης είσαι με τα ψέματα κι αυτό το ταλέντο μπορώ να είμαι σίγουρη πως δεν το έχασες. Για να μην πω πόσο το βελτίωσες πάνω μου.
Όμως τι σημασία έχει; Πάλι δε χαιρετηθήκαμε… Όχι πως θα άλλαζε τίποτα, αλλά έτσι για να μην ακολουθούσε όλο αυτό το θέατρο τα επόμενα 10 δευτερόλεπτα μέχρι να απομακρυνθώ πλήρως.
Ναι, έκανα πως δε σε είδα. Πως δε σε πρόσεξα ποτέ. Σήκωσα το κεφάλι μου, όρθωσα τον κορμό μου κι απομακρύνθηκα όσο πιο φυσικά μπορούσα. Τι άλλο μου έμενε να κάνω; Να γυρίσω να σε κοιτάξω ελπίζοντας σε ένα βλέμμα σου; Έχουμε και μία περηφάνια, αδερφέ μου.
Κατάντια, ε; Να μη χαιρετιόμαστε εμείς που μιλούσαμε κάθε μέρα. Να προσποιούμαστε πως δεν είδαμε ο ένας τον άλλο, εμείς που κάποτε επιδιώξαμε συναντήσεις. Να μην έχουμε καμία επαφή, εμείς που κάποτε είχαμε την πιο στενή. Ουρλιάζω. Φωνάζει το μέσα μου, πονάει η ψυχή μου. Πώς χάθηκαν όλα; Πώς γίναμε έτσι; Ξέρω κι, εγώ ξέρεις και εσύ.
Ένα δεν ξέρω. Όσο εγώ έκανα πως δε σε είδα, το έκανες κι εσύ; Δεν είσαι τέτοιος, τι λέω; Μα αλίμονό μου, αυτή τη στιγμή ελπίζω να το έκανες κι εσύ. Πως δε χάθηκαν όλα. Πως ίσως κάτι μέσα σου με θέλει και σε κάνει να νιώθεις άβολα στην παρουσία μου. Γαμώτο, το έχω ανάγκη αυτό το κάτι σου που με θέλει.
Σκατά! Τι λέω; Απλά εύχομαι να μην ήλπιζα ακόμα. Το κάνει πιο δύσκολο. Γιατί δε με είδες κι αν με είδες δε σε ένοιαξε κι αν δε με είδες θέλω να με είδες. Απλό, δε βρίσκεις; Μα ξέρω καλά πως δεν είναι.
Έτσι, λοιπόν, αποφασίζω να μαζέψω όση αυτοεκτίμηση μου έχει απομείνει και να πω πως δε με είδες και πως μάλιστα δε με νοιάζει! Γιατί, βασικά έτσι. Διαλέγω αυτό!