Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Γράφει η Ρεγγίνα.
Η πρώτη σου κουβέντα: «θα μπλέξουμε»
Η δεύτερη: «Τίποτα κι Όχι»
Τα δικά μου πάλι λόγια, υπήρξαν τρομερά αδιάφορα. Καβάντζα ή γκομενάκι ο ρόλος μου. Αν είχα έστω και μια αμφιβολία για την καλοπέραση των κυνικών, μόλις διαλύθηκε. Μόλις μου πήρες το τελευταίο αγνό κομμάτι που φιλούσα μέσα μου με νύχια και με δόντια. Κι ούτε καν με ρώτησες μήπως ήθελα να το αποθηκεύσω για κάποιον που θα το εκτιμήσει.
Γιατί εγώ, ήθελα να γουστάρεις εμένα.
Όχι τα φράγκα μου.
Όχι το εφέ μου.
Όχι το ψεύτικο προφίλ που λανσάρω σε όλους για να λένε πως με ξέρουν.
Έχασα την πίστη μου στους ανθρώπους, στον ρομαντισμό σε ό,τι γαμημένο υπάρχει σ’ αυτό τον πλανήτη. Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα να προλάβω. Αναρωτιόσουν γιατί. Να γιατί μαλακά μου. Γιατί θα έφευγες. Κι έφυγες και χέστηκες και δεκάρα δεν έδωσες και δε θα δώσεις. Έμαθες ν’ αγαπιέσαι αλλά να μην αγαπάς. Έμαθες ύπουλα να παίρνεις αυτό που θέλεις. Έτσι γουστάρεις να ζεις. Και το ‘λεγε η Μαλβίνα: «υποπτεύομαι βαθύτατα όσους διαφημίζουν την ευτυχία τους.» Πόσο έξω όμως, έπεσα μαζί σου.
Δυο φορές παρά λίγο να κάνουμε παιδί, -υποτίθεται- από παθιασμένο έρωτα. Μόνη μου, όπως απεδείχθη, τον ζούσα. Και τις δυο φορές πέταξες κάθε πιθανότητα, έσβησες κι αυτή κι εμένα. Δεν άξιζαν, δεν ήθελες παιδιά, έλεγες. Και τώρα ξαφνικά τα θέλεις- από εκείνη όμως. Κι εγώ ήθελα, ρε! Αλλά έπρεπε να φύγουν, να μη σου είναι πρόβλημα. Κι εγώ σε άκουσα ο μαλάκας. Φυσικά δεν έχεις ευθύνη. Δε φταις. Όλα τα είχες ξεκαθαρίσει. Είσαι καλός για πατσαβούρα βλέπεις. Τα μαζεύεις όλα και τα πετάς στον κάδο. Τον σκύλο σου, τους φίλους σου, τους ανθρώπους γενικώς.
Σου άνοιξα τα κοιτάπια μου σε σπίτι, δουλειά, γνωριμίες, φοβίες, όνειρα. Ποια εκτίμηση; Ποια αγάπη; Ποια συγγνώμη θα σβήσει το πόσο φθηνά με πούλησες! Κι εγώ τους ανθρώπους έμαθα να τους μετρώ στο τέλος. Τελείωσα το μέτρημα και δεν έχω ούτε ένα τάλιρο να πάρω παγωτό. Άδεια τα χέρια μου, άδεια. Με γελοιοποίησες. Και πιο πολύ, δε θα ξεχάσω εκείνο το κρυφό χαμόγελο που είχες όταν τελείωσε το μεταξύ μας. Είχες τέτοια ανακούφιση που φεύγω! Κι αυτό να ξέρεις, δε θα το ξεχάσω ποτέ. Θα στο χρωστάω.