Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Γράφει η Γ. Κ.

Θυμάμαι εκείνες τις μέρες. Τις μέρες που όλα ήταν όμορφα, που ακόμα πιστεύαμε πως μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο και προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε τι γεύση έχει το μπλε ή πώς μυρίζει η μουσική. Το πιστεύαμε στ’ αλήθεια, θυμάσαι;

Δεν ξέρω αν θυμάσαι. Άλλωστε τώρα είμαστε πολύ μεγάλοι πια για να αλλάξουμε τον κόσμο. Αρχίσαμε ήδη να μιλάμε για το παρελθόν, λες και ζήσαμε μικρά φωτογραφικά κλικ που απλώς χαράχτηκαν σε κάποιο φακό, ή έμειναν για πάντα στον πάτο μιας τεκίλας.

Θυμάσαι;

 

 

Θυμάσαι πως τότε κλαίγαμε στ’ αλήθεια; Πως δεν ήταν από απόγνωση ούτε απελπισία, δεν ήταν από βαρεμάρα ούτε μας γελούσαν τα μάτια μας. Ήταν επειδή έβγαινε πιο αβίαστα κι από αναπνοή, γιατί ήταν μια γνήσια μεγαλοπρεπής συγκίνηση. Τώρα πια ξέρεις, κλαίω γιατί βαρέθηκα να μιλάω κι έγιναν τα δάκρυα υποκατάστατο της κραυγής μου. Τόσο ανήμπορη να εκφραστώ που παίζω με το νερό του σώματός μου.

Εσύ; Για τι κλαις τώρα πια; Γιατί γελάς; Για ποιον τώρα πια ξενυχτάς τα βράδια; Ξενυχτάς, άραγε για κάποιον, ή κοιμάσαι από τις δέκα για να μην αργήσεις στη δουλειά; Θυμάσαι τότε που πιστεύαμε στο «για πάντα»; Το πιστεύαμε στ’ αλήθεια. Κοίτα να δεις! Καμιά φορά το μόνο που χρειάζεται για να αγαπήσεις πραγματικά, είναι μόνο λίγη αφέλεια. Κι εμείς, αλίμονο, ήμασταν τόσο αφελείς. Όμως να ξέρεις, δεν το μετανιώνω δευτερόλεπτο. Γιατί αν δεν ήμασταν τότε, τώρα ίσως να μην αντέχαμε. Ίσως η καθημερινότητα να μας βαρούσε μια στα πλευρά και να λυγίζαμε. Μ’ αντί γι’ αυτό εσύ μου φέρνεις φρούτα κι εγώ καφέ στο γραφείο.

Θυμάσαι; Πες μου πως θυμάσαι. Συγχώρεσέ μου την επιτακτικότητα, δεν απαιτώ τίποτα στ’ ορκίζομαι. Όχι πως θα είχα και κάποιο δικαίωμα εξ’ άλλου. Αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν γιατί εκεί έζησαν κι άνθισαν σαν τα μικρά μοβ μουσκάρια του αγρού τα καλοκαίρια. Τότε, που προσπαθούσαμε να λύσουμε γόρδιους δεσμούς, χωρίς να τα παρατάμε στην πρώτη σταγόνα αίματος που έτρεχε στα δάχτυλα. Τα ματώναμε τα χέρια μας και μετά σαν ερωτευμένοι σχιζοφρενείς, χαζεύαμε τις πληγές μας, τις ρωγμές, τις χαρακιές, τα σχήματα. Ερωτευμένοι με τη ζωή, αυτό ήμασταν. Και δε φοβόμασταν τίποτα και κανέναν.

Θυμάμαι εκείνες τις μέρες. Εκείνες που όλα ήταν όμορφα. Που όλα ήταν δικά μας. Στ’ αλήθεια. Μια ταράτσα, δυο μπίρες και λίγο φιλοσοφείν, αυτό θα ήθελα μονάχα. Απλώς να, έχω ξύπνημα αύριο και θέλω καθαρό κεφάλι. Δεν πειράζει, άλλη φορά. Κι αν το ξεχάσω, θυμήσου το εσύ. Παρακαλώ.