Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

Γράφει η Ε.

 

Ήταν κάπου τέτοια εποχή, πριν από τρία χρόνια -δεν ξέρω εάν το θυμάσαι ακόμα. Είχε το ίδιο κρύο, τον ίδιο άστατο καιρό, την ίδια διαφορά στη δύση και στην ανατολή του ηλίου. Μονάχα εμείς αλλάξαμε και πήραμε διαφορετικούς δρόμους. Σου είχα πει τότε που με κρατούσες αγκαλιά πως φοβάμαι. Φοβάμαι πως θα μάθω να ζω μακριά σου, πως θα με βολεύει κάποια στιγμή να συναντιόμαστε μια φορά την εβδομάδα, πως θα μου είναι αρκετό να σε βλέπω στα διαλείμματα της ζωής μας. Φοβόμουν πως δε θα με πείραζε αυτό, πως θα σου άρεσε κάπως κι εσένα -είχες ήδη τόσα πολλά στο μυαλό σου- και θα μας έδειχνε πως μπορούσαμε να αγαπάμε από μακριά. Θα ζούσαμε αυτό που ονομάζαμε έρωτα από μια ασφαλή απόσταση. Μα εγώ ήθελα να έρθω κοντά σου, να συγκρουστούμε και να δούμε πραγματικά ο ένας τον άλλον -στο μυαλό μου μπορούσαμε, είχαμε τη δύναμη να αντέξουμε μια μετωπική κρούση. Εσύ χαμογέλασες, γιατί ήξερες, σαν να είχες ήδη αποφασίσει πως θα τελειώσουμε κάπως αθόρυβα εμείς οι δύο. Έτσι κι έγινε.

Κανείς μας δεν είπε τη λέξη «χωρισμός», δε μαλώσαμε ποτέ, δεν είπαμε λέξεις που δεν εννοούσαμε ούτε και κάποιες που έπειτα θα μετάνιωναμε, γιατί δε μας ταίριαζαν αυτά. Αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον με έναν ιδιαίτερο τρόπο, λιγότερο μυθιστορηματικό και περισσότερο κυνικό. Ο έρωτάς μας είχε γεύση καλοκαιριού και θα άντεχε για ορισμένο χρονικό διάστημα. Τον χρειαζόμασταν εκείνη τη στιγμή, αλλά ξέραμε και οι δύο πως οφείλαμε να το αφήσουμε πίσω μας μετά από λίγο. Αυτό το λίγο ήρθε πολύ γρήγορα. Ήταν σχεδόν χειρουργικές οι κινήσεις με τις οποίες οδηγηθήκαμε στον χωρισμό, όλα μελετημένα και καλώς σχεδιασμένα. Το καλοκαίρι μας είχε τελειώσει και σε λίγο θα άρχιζε ο σκληρός χειμώνας -δε θα αντέχαμε. Τουλάχιστον αυτό είπαμε στον εαυτό μας και καθησυχάσαμε τις καρδιές μας.

 

 

Άφησα έναν χρόνο να φύγει. Σε σκεφτόμουν μανιωδώς, προσπαθούσα να σε ξεπεράσω λέγοντας σε όλους πως δεν ήσουν κάτι σημαντικό. Αυτό το είπα μέχρι και στον εαυτό μου και παραλίγο να το πιστέψω. Μα ο πόνος ωρίμασε μέσα μου και η ανησυχία για το πρόσωπό σου μεγάλωσε. Αυτές οι μικρές καθημερινές λεπτομέρειες που τότε μας φαινόταν κάτι αναμενόμενο, τώρα μου έλειπαν, τις αναζητούσα, μα δεν μπορούσα να τις βρω -ενδόμυχα δεν ήξερα εάν ήθελα κιόλας. Ήσουν άλλος άνθρωπος με εκείνη απ’ ότι έμαθα και χαμογέλασα όταν μου το είπαν αλλά το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσα να κλάψω, δεν είχα τη δύναμη να σπάσω. Επιθυμούσα να σε αντικρίσω και όταν αυτό έγινε ήθελα τόσο πολύ να αγγίξω τη νέα σου πραγματικότητα. Δίστασα. Ίσως δεν έπρεπε να το κάνω, όμως το ήθελα τόσο πολύ και εσύ μου χάρισες ένα φευγαλέο βλέμμα σε συνδυασμό με ένα μειλίχιο χαμόγελο, σαν να με προσκαλούσες. Σε μια άλλη ζωή θα υπέκυπτα αλλά σε αυτή δεν έπρεπε. Ο καιρός μού είπαν πως θα γιάτρευε τις ανοιχτές πληγές και θα σε ξεχνούσα, έστω την επίδραση που είχες πάνω μου -μα αυτό ήταν ένα ακόμα καθησυχαστικό ψέμα.

3 χρόνια μετά και ακόμα θυμάμαι με νοσταλγία το όνομα σου, το όνομά μου στα χείλη σου, τα «θέλω» και τα «μπορώ» μας, όλα εκείνα τα δεδομένα δικαιώματα που μου είχες δώσει και πήρες ξαφνικά από εμένα τόσο απλά και γρήγορα. Κοιτάζω το ημερολόγιο και σκέφτομαι εκείνο το μήνυμα που ποτέ δεν έστειλα, την ευχή που δε με άκουσες να προφέρω, τα δώρα που θα σου έδινα. Ήθελα να δω τα μάτια σου πώς θα φωτίζονταν και το πρόσωπό σου πώς θα αντιδρούσε -θα καταλάβαινα. Ήξερα πώς έλεγες ψέματα και πότε ήθελες να πεις την αλήθεια. Μα και τότε ίσως έκλεινα τα μάτια. Πάντα αυτό δεν κάναμε ο ένας με τον άλλον; Αγνοούσαμε φανερά πράγματα για να αντέξουμε, να κρατηθούμε από κάτι, οτιδήποτε θα μας προσέφερε ασφάλεια. Το είχαμε ανάγκη και το ‘χαμε συμφωνήσει σιωπηλά.

Τώρα που θέλω να σου ευχηθώ δεν έχω το δικαίωμα, ούτε και την υποχρέωση, μα θέλω να ξέρεις πως σε θυμάμαι. Προσπάθησα ειλικρινά να σε ξεχάσω, ούτε και οι λέξεις μου δε θέλουν να σε ξεχάσουν. Ακόμα με μπλε μελάνι γράφω -σαν εκείνο που είναι βαμμένο τα μάτια σου. Αλλά κάθε φορά που γράφω δύο λέξεις κάτι μέσα μου με κατατρώει και μου λέει πως είναι λάθος. Είναι λάθος να σε επαναφέρω πάλι στο μηδέν μας. Οπότε το σβήνω, γρήγορα, προτού προλάβουν τα δάχτυλα να πατήσουν αποστολή και καταστραφούν οι προσπάθειές μου να σε αφήσω πίσω.

Οπότε σου εύχομαι από εδώ «χρόνια πολλά», γιατί μετά δε θα ήξερα τι να σου γράψω. «Χρόνια πολλά» αγάπη μου, παλιά μου αγάπη, να έγραφα το όνομά σου ίσως με την κτητική αντωνυμία δίπλα, να έγραφα το όνομά μου από κάτω, να έβαζα θαυμαστικό ή τέλεια; Είναι τόσο δύσκολο να σου εύχομαι πια, αλλά τουλάχιστον ξέρω πως στο ψιθύρισα. Δεν ξέρω εάν θα θέλεις να το ακούσεις αλλά ελπίζω ο άνεμος να το φέρει προς τα εσένα -ακόμα κι εάν το αφήσεις να φύγει ή το πετάξεις απ’ το παράθυρο. Θέλω μονάχα να το νιώσεις.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!