Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Πιστεύω πως η ιστορία μας, διέφερε από την ιστορία των άλλων και δε μου αλλάζει κανείς τη γνώμη. Θέλεις να το αποδώσεις στο πώς γνωριστήκαμε; Στο πόσα ζήσαμε; Στο πόσο εγωίστρια είμαι που θέλω να πιστεύω ότι από τόσους έρωτες ξεχώριζε ο δικός μας; Δεν αλλάζει κάτι για μένα, εμείς διαφέραμε.

Διαφέραμε γιατί σε ήθελα από επιλογή, όχι από ανάγκη, επειδή κι εσύ έκανες το ίδιο, γιατί δε σε έψαχνα, απλώς σε βρήκα. Επειδή τώρα, τόσο καιρό μετά, ξέροντας πως κάθε έρωτας είναι ίδιος και διαφορετικός ταυτόχρονα, εμείς θα επιμέναμε ότι ο δικός μας είχε αυτό το κάτι. Γιατί οποία επιλογή φοβόμασταν να πάρουμε, την πήραμε, όσα λάθη αποφύγαμε, εν τέλει τα πληρώσαμε με χαρά, επειδή σ’ αγαπάω, έτσι απλά, κι αυτό πάντα μοιάζει καινούριο. Επειδή ξέρω ότι μ’ αγαπάς κι εσύ.

Από το πρώτο μας αμήχανο γελάκι στη νέα παραλία μέχρι την τελευταία φορά που με κράτησες, σε σκεφτόμουν με τον ίδιο τρόπο. Από την πρώτη στιγμή που μου μίλησες μέχρι την τελευταία που με άγγιξες,το κορμί μου αντιδρούσε ενστικτωδώς και παθιασμένα, σαν να ήξερε από πάντα τι να κάνει και πώς να ανταποκριθεί, σαν να ήξερε πώς να σε ακουμπήσει και πόσα φιλιά να σου δώσει -και πού.

Κι από εκείνη την πρώτη γνωριμία, προχωρήσαμε σε μια σχέση γεμάτη αισθήματα και καύλα κι ήμουν πολύ χαρούμενη, πολύ γεμάτη, πολύ ερωτευμένη. Μέχρι που από εκείνη τη σχέση προχωρήσαμε στο τίποτα, στο καθαρό κενό, το αλαβάστρινο -με κάποιο τρόπο, κι αυτό με πάθος το ζούσαμε. Εσύ ξενέρωσες απότομα, εγώ έχανα την όρεξή μου σταδιακά και για κάθε ηλιθιότητα στη ζωή μας, κατηγορήσαμε τη σχέση και τα παρατήσαμε. Και ξέρω πως και το κενό το βιώσαμε στο φουλ και καψουρεμένοι, γιατί αυτή η περίεργη ζάλη ήταν ακόμα εκεί, γιατί τα βράδια με έπαιρνες σαν η πράξη ν’ αφορούσε στο αν θα πάρεις οξυγόνο. Μας ξέρω και αναγνωρίζω ότι και στα χειρότερά μας, καψουρεμένοι ο ένας με τον άλλον υπήρξαμε, ζητιάνοι μιας μοναδικής ηδονής, μιας αγάπης.

Αστείο λοιπόν που καταλήξαμε έτσι, που χάσαμε αυτό το πάθος, που δε μ’ αναζητάς τα βράδια, που δε σου φτιάχνω καφέ τα πρωινά, που δεν πλένω πια τα σεντόνια με μαλακτικό για να μη σου μυρίσουν -κι ας ξέρω πως δε θα γυρίσεις σπίτι μετά τη δουλειά να το εκτιμήσεις. Αστείο που δεν ανασαίνουμε ο ένας μέσα από το στόμα του άλλου κι οι γλώσσες μας δε χορεύουν τάνγκο όταν παίζει μουσική. Αστείο που δεν κοιμόμαστε πια ο ένας πάνω στον άλλον, με τα σώματά μας μπλεγμένα, τις ανάσες μας ασθματικές και τα φιλιά μας αμέτρητα.

Γελοίο που δε σε ψάχνω. Γελοίο που δε μου λες πόσο σου λείπω. Γελοίο που κλαίμε, γελοίο που πίνουμε. Γελοίο που βρέχω τα χείλη μου με αμφιβόλου ποιότητας βότκα, για να μη βραχούν με φαρμάκι όταν δε σε δουν στο δωμάτιο. Γελοίο που χωρίσαμε αντί να αντιμετωπίσουμε όλα τα σκατά της ζωής μας.

Κάτι παραπάνω από γελοίο πως αυτή είναι όλη μας η ιστορία, πάθος, καψούρα, τρέλα, μια παραλία, δυο τσιγάρα κι ένας χωρισμός. Κι εγώ που ακόμα βρίσκω αυτόν τον έρωτα ανώτερο από όλους τους άλλους -και που πάντα θα το κάνω. Εγώ που ακόμα σε θέλω, ακόμα σε περιμένω, ακόμα κρατιέμαι να μην έρθω να σε βρω, ακόμα πίνω και καπνίζω στην ίδια παραλία. Βρέχω τα χείλη μου μήπως και τα ξεγελάσω πως τα βρέχεις εσύ.