Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Γράφει η Εli.
Καμία φορά σε ψάχνω ξέρεις. Σε ψάχνω σε παλιές φωτογραφίες, σε ταινίες και τραγούδια, ή ακόμα και στις κούπες που πίναμε μαζί καφέ. Καμιά φορά ονειρεύομαι το σπίτι που συζητούσαμε πως θα έχουμε, εκείνο με το ψηλό ταβάνι και τα vintage πορτατίφ. Μας φαντάζομαι να χορεύουμε μέσα σ’ αυτό, να το οργώνουμε, να γελάμε και να κλαίμε αγκαλιά. Μετά μας σκέφτομαι να φιλιόμαστε και να δενόμαστε ο ένας με τον άλλον, σαν δυο κομμάτια πηλό που δημιουργήθηκαν μόνο για να ενωθούν και να αποτελέσουν μαζί κάτι.
Σε ψάχνω βλέπεις σε κάθε κομμάτι τέχνης γύρω μου, σε κάθε παράσταση -ερασιτεχνική και μη-, σε κάθε φωνή και σε κάθε γέλιο. Γιατί μου λείπεις στις 5 το πρωί αλλά και στις 4 το μεσημέρι, όταν οι υποχρεώσεις μου κυλάνε ασταμάτητα. Σε ψάχνω σε ξένα κορμιά και φορτικές παρουσίες. Κι ακόμα και τώρα, είναι αλήθεια ναι, σε ονειρεύομαι με το στόμα ανοιχτό, να είσαι πάνω μου και να βογκάς λαίμαργα. Να με δαγκώνεις μαλακά και να με αγγίζεις σαν θεριό, να με πλακώνεις με την παρουσία σου και να με γιατρεύεις με τα λόγια σου. Κι έπειτα, να χαμογελάμε αμυδρά υπό το χλιαρό ημίφως του φεγγαριού και να τραγουδάμε Frank Sinatra.
Κι όσο τα φαντάζομαι όλα αυτά, τόσο απογοητεύομαι και τόσο λιώνω. Τόσο πονάω και τόσο κομματιάζομαι. Γιατί ξέρω πολύ καλά, πως τόσα χρόνια μετά, ποτέ δε σε ξεπέρασα στο 100%. Μπορεί να έφτασα στο 99 κάποιες μέρες και κάποιες άλλες να ήμουν κοντά στο 80. Μπορεί τον πρώτο καιρό να έλιωνα και τώρα απλά κρυφά να μαραζώνω πού και πού, αλλά πάντα πονάω το ίδιο -μόνο η συχνότητα διαφέρει.
Αλλά ακόμα κι έτσι, σ’ αναζητώ και γελάω με την ανοησία μου. Γελάω που δεν κατάφερα να σε ξεχάσω και να σε αφήσω πίσω. Γελάω που ακόμη σκέφτομαι το σώμα σου και το πώς τυλίγονταν γύρω από το δικό μου. Γελάω γιατί τόσα χρόνια μετά θα έπρεπε να υπάρξει κάποια πρόοδος. Θα έπρεπε έστω, όταν σε βλέπω τυχαία να μη μου κόβονται τα πόδια και να μη νιώθω όλο μου το σώμα να παίρνει φωτιά και να στάζει. Θα έπρεπε να σ’ έχω έστω ερωτικά απομυθοποιήσει.
Κι εσύ θα έπρεπε να ήσουν πιο σωστός, πιο άμεσος, να μου τα πεις όλα σταράτα. Μήπως και ξενερώσω ακούγοντάς σε να μου λες ότι δεν τραβάμε άλλο. Αλλά δεν το έκανες. Μου τα μασούσες και μου μιλούσες για χρόνο και χώρο, σαν να μου υπόσχεσαι ένα τελευταίο τουλάχιστον αντίο που δεν ήρθε ποτέ. Μου έταξες μια τελευταία αγκαλιά και μερικά φιλιά που ποτέ δε γεύτηκα και κάπως έτσι έμεινα να τα περιμένω.
Και για να μην τα πολυλογώ, φταίμε κι δύο. Εγώ γιατί όλες μου οι ελπίδες στηρίχθηκαν στο τίποτα, αλλά κι εσύ για τη μανία σου να μη μιλάς ξεκάθαρα και να μη βρίσκεις το θάρρος να με απογοητεύσεις. Μα τώρα όπως και να έχει, απογοητευτήκαμε και οι δύο και δεν υπάρχει κάποιο νόημα βαθύτερο πέρα απ’ αυτό. Σε καληνυχτίζω λοιπόν, με μια τελευταία ελπίδα που δεν έσβησε ποτέ και μπόλικο θυμό -όχι γιατί δεν πέτυχε αλλά γιατί δεν προσπαθήσαμε.