Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Γράφει ο Ανδρέας Μ.

Δύο πολυκατοικίες, η μία απέναντι στην άλλη. Ψηλές κι άχαρες, απ’ αυτές με τα μικρά μπαλκονάκια που όμως έχουν πανέμορφη θέα. Σ’ έβλεπα κάθε μέρα να βγαίνεις στο μπαλκόνι ν’ ακούσεις μουσική, να διαβάσεις ένα από τα βιβλία σου, να πιεις έναν χυμό -ούτε καφέ ούτε αλκοόλ έπινες αλλά αυτό το έμαθα αργότερα.

Έβγαινα κάθε μέρα την ίδια ώρα στο μπαλκόνι και σου έριχνα καμιά ματιά στα κλεφτά, σε χαιρετούσα πού και πού και σε ρωτούσα τι διαβάζεις. Αυτό γινόταν για περίπου δύο εβδομάδες -που έμοιαζαν να κράτησαν αιώνα. Στο τέλος σε ρώτησα αν θα ήθελες να βγούμε έξω για φαγητό. Μου είπες πως θα το ήθελες πολύ. Δώσαμε ραντεβού για το επόμενο βράδυ κι όταν ήρθα να σε πάρω θυμάμαι πως μου κόπηκε σχεδόν η ανάσα. Μπορούσα να καταλάβω ότι είσαι όμορφη όταν σε έβλεπα να απλώνεις ρούχα, να σιγοτραγουδάς ή να γυρίζεις σελίδες στο βιβλίο σου, ναι. Μα δεν ήξερα ότι τα μάτια σου ήταν τόσο βαθύ μπλε ούτε πως θα είχες τα πιο ρόδακα μάγουλα που είχα δει.

Μου είπες πως κι εσύ με κοιτούσες διακριτικά όταν έβγαινα έξω και πως σου άρεσε που τόλμησα να ζητήσω να βγούμε ραντεβού πάρα το γεγονός ότι δε σε ήξερα. Μιλήσαμε για τα πάντα εκείνο το βράδυ. Μιλήσαμε για την πολιτική, τον φεμινισμό, τα αστέρια, τη δουλειά σου, τη δουλειά μου, την τέχνη, τον έρωτα, τα ταξίδια. Σ’ αγκάλιασα στο τέλος και γέμισα ολόκληρος. Με ρώτησες αν θα ήθελα ν’ αράξουμε στο μπαλκονάκι σου και φυσικά απάντησα ναι.

Καθίσαμε κάτω, όπως εσύ όταν διάβαζες, είχες απλωμένες κουρελούδες και μαξιλάρια και όλο το μπαλκόνι λαμποκοπούσε από χρώματα και από τα φωτάκια που είχες κρεμάσει στο ταβάνι. Καθίσαμε κάτω λοιπόν και συζητήσαμε ακόμα περισσότερο τρώγοντας λουκουμάδες που αγοράσαμε από έναν πλανόδιο πωλητή. Ήταν ήδη το πιο όμορφο καλοκαίρι της ζωής μου κι αυτό οφειλόταν ξεκάθαρα σε σένα και τις πολυκατοικίες μας που χτίστηκαν αντικριστά.

Εκείνο το βράδυ ήξερα πως σε θέλω οπωσδήποτε στη ζωή μου κι ήμουν σίγουρος πως κάτι παρόμοιο ήθελες κι εσύ. Οι μέρες πέρασαν, τα ραντεβού έγιναν αμέτρητα κι εγώ μόνιμος συγκάτοικός σου στο μπαλκόνι -και στο σπίτι. Ήταν ξεκάθαρο πως ήμασταν μαζί κι αυτό δε θέλαμε να αλλάξει. Κρατήσαμε το δικό σου σπίτι, συμφωνώντας κι οι δυο πως μας βόλευε περισσότερο. Γνώρισα τους γονείς σου κι εσύ τους δικούς μου, τα χρόνια πέρασαν και δε μου έφτανε ούτε αυτό που είχαμε. Ήθελα να ‘σαι κι επίσημα ο άνθρωπός μου -στερεοτυπικό αλλά τι κάνουμε. Έγινες η γυναίκα και απολάμβανα όσο τίποτα να σε φωνάζω έτσι, απλά για να γελάσεις και να μου επισημάνεις με δήθεν μούτρα πως η αγάπη δε χωράει «μου».

Σήμερα αφήνουμε το μπαλκονάκι μας που τόσο αγαπήσαμε, αφήνουμε το ψηλοτάβανο σπιτάκι μας και πάμε κάπου «καλύτερα» που θα μπορούμε να μεγαλώσουμε την οικογένειά μας. Μα θέλω να ξέρεις, πώς εγώ σ’ αυτό το μπαλκονάκι σ’ αγάπησα και δε χρειάζομαι τίποτα περισσότερο. Μαζί σου μου φτάνουν και τα λίγα.

Όσο ενθουσιασμένος κι αν είμαι λοιπόν για το επόμενό μας βήμα, θέλω να μου υποσχεθείς πως το μπαλκόνι μας στο νέο μας σπίτι, θα το κάνουμε ολόιδιο, για να σε βλέπω να διαβάζεις και να γεμίζει η καρδιά μου.

 

Στην Κατερίνα μου.

Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου