Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

Εξομολογείται η Ευγενία.

 

Ξέρεις, όταν έφυγες δε σε αναζήτησα. Ούτε λυπήθηκα. Ήταν σαν να το ήξερα ότι θα γυρνούσες. Δεν ήμουν χαζή, ήξερα τον λόγο που εξαφανίστηκες. Και να, που μετά από λίγους μήνες, άναψε η οθόνη του κινητού μου κι είδα το όνομά σου.

Δεν ήξερα καν πώς να αντιδράσω, τι να απαντήσω. Χάρηκα; Νοστάλγησα; Λυπήθηκα; Ακόμη δεν ξέρω. Σίγουρα ξαφνιάστηκα. Δεν άργησα να σου απαντήσω, το ένα έφερε το άλλο και βρεθήκαμε να μιλάμε για την καθημερινότητά μας.

Μου είπες ότι όλοι κάνουμε λάθη, αρκεί να το αναγνωρίζουμε. Το δέχτηκα κι έτσι ξεκινήσαμε πάλι την επικοινωνία μας. Σε κάθε ευκαιρία σου υπενθύμιζα ότι εξαφανίστηκες, ότι όσοι φεύγουν χωρίς μια προειδοποίηση είναι δειλοί και δε θέλουν να αντιμετωπίσουν αυτόν που έχουν απέναντί τους. Κι εσύ ποτέ δεν είχες τα σωστά λόγια, απέφευγες να απαντήσεις. Σου είχα πει αμέτρητες φορές να μην εξαφανιστείς πάλι χωρίς μια εξήγηση.

Στην αρχή ήμουν διστακτική με όσα έλεγες, μετά σιγά-σιγά άρχισα να αφήνομαι. Τόσο πολύ που χαμογελούσα όταν άκουγα τη φωνή σου, όταν έβλεπα ένα μήνυμά σου, όταν το πρώτο πράγμα που έβλεπα μόλις ξυπνούσα ήταν η καλημέρα σου. Έγινες η καθημερινότητά μου κι έγινα η δική σου. Δεν υπήρχε μέρα που να μη μιλήσουμε.

Με έκανες χαρούμενη, με έκανες να πιστεύω στον εαυτό μου και να νιώθω δυνατή. Σε σκεφτόμουν και φωτιζόταν το πρόσωπό μου, έλαμπα ολόκληρη. Μη με ρωτάς πώς, ούτε εγώ ξέρω. Είχα αφεθεί τόσο πολύ σε όλο αυτό που μπορούσα ακόμη και να νιώθω ερωτευμένη. Δε σε άφηνα να το δεις, παρέμενα ψυχρή, κυνική.

Όσες φορές σου είπα «μου λείπεις» ήταν επειδή το είχα σκεφτεί αρκετή ώρα πριν. Φοβόμουν να νιώσω πράγματα, φοβόμουν να πιστέψω πως είχα κάτι τόσο καλό, φοβόμουν να παραδεχτώ έστω και στον ίδιο μου τον εαυτό ότι υπήρχε ένας άνθρωπος που με κάνει ευάλωτη, που μαζί του μπορώ να συζητήσω τα πάντα. Γιατί αυτό κάναμε, συζητούσαμε τα πάντα, χωρίς υπερβολή. Τελικά, αποδείχθηκε πως δικαίως φοβόμουν.

Επειδή μια μέρα σταμάτησες ξαφνικά να μου μιλάς. Σκεφτόμουν πως δεν είναι δυνατόν. Πώς κάποιος άνθρωπος πληγώνει κάποιον άλλο για δεύτερη φορά, με τον ίδιο τρόπο; Αναρωτιόμουν, αλλά δεν έβρισκα απάντηση. Αυτή την φορά προσπάθησα, το κυνήγησα, ρώτησα «γιατί», αλλά δεν πήρα καμία απάντηση.

Προσποιούσουν πως όλα ήταν καλά, πως είμαστε καλά. Μέχρι που οι τόσες ώρες την ημέρα που μιλούσαμε έγιναν με τον καιρό δυο-τρεις φορές την εβδομάδα. Μετά έγιναν εβδομάδες και μετά μήνες. Έτσι ξαφνικά, μου πήρες το χαμόγελο.

Δε θα το αρνηθώ, έγινα κομμάτια. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που ένιωσα τον κόσμο μου να γκρεμίζεται. Ένιωσα πληγωμένη και ταυτόχρονα προδομένη. Φυσικά, όταν με ρωτούσαν πώς είμαι, έλεγα «μια χαρά, σιγά το πράγμα». Αλλά δεν ήταν έτσι. Όλα αυτά που είχα δεδομένα, σε μια στιγμή εξαφανίστηκαν, δεν υπήρχαν πια.

Δεν μπορώ καν να φανταστώ τι σκεφτόσουν, αν ένιωσες έστω και στο ελάχιστο όσα έλεγες. Δε νομίζω να το μάθω και ποτέ. Τώρα πια, μιλάμε αραιά και πού. Δηλαδή, σχεδόν ποτέ. Δε σου κρατάω κακία, δεν μπορώ να το κάνω, άλλωστε, δεν είναι του χαρακτήρα μου. Αλλά, θα ήθελα μια εξήγηση. Πάντα θα θέλω.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη