Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εξομολογείται η Κ.
Βόλος, 8 Οκτωβρίου 2017. Τότε σε είδα πρώτη φορά. Σε ένα γάμο. Ξέρεις, αν ισχύει αυτό που λένε για την πρώτη ματιά, το έπαθα μαζί σου. Σε είδα και τα ‘χασα. Πριν από σένα δεν πίστευα σε αυτά και μετά από σένα πάλι δεν τα πιστεύω. Μόνο στο ενδιάμεσο κάτι άλλαξε.
Ξεκινήσαμε να μιλάμε μέσω Facebook, μιας κι η απόσταση εμπόδισε το «από κοντά». Ξοδεύαμε ώρες στο τηλέφωνο, κάποιες φορές ως αργά το βράδυ. Εσύ πρόσφατα χωρισμένος κι εγώ μπλεγμένη σε μια ελεύθερη σχέση, ένα χρόνο, που δεν οδηγούσε πουθενά.
Με τον καιρό και γνωρίζοντάς σε, δέθηκα μαζί σου -το ίδιο έλεγες κι εσύ. Στην πρώτη μας συνάντηση μ’ είχες προσέξει πριν καν σε δω. Ο χρόνος περνούσε και τα αισθήματα βγαίναν στην επιφάνεια. Κάτι, όμως, πάντα φρόντιζε να σε κρατάει πίσω. Η πρώην σου ήταν αυτό το «κάτι». Δεν την είχες ξεπεράσει, προφανώς, κι ούτε πρόκειται πιστεύω κι ας είσαι αλλού τώρα πια.
Μοιραστήκαμε χρόνο, σκέψεις, αλήθειες. Αποκάλυψα πλευρές του εαυτού μου που δε γνώριζε κανείς άλλος. Σου ‘χα φτιάξει μια θέση στη ζωή μου και σε περίμενα. Δεν ήρθες. «Σε θέλω, αλλά…»∙ αυτό ήσουν πάντα. Δεν τις συμπαθούσες τις γενναίες αποφάσεις, τις απέφευγες, σε αντίθεση με εμένα, πρόθυμη για να προσπαθώ για δυο.
Δεν κρατάω κακία, θα είχες τους λόγους σου. Κάπως έτσι, ξαφνικά κι απροειδοποίητα όπως συμβαίνει συνήθως, εξαφανίστηκες. Δεν μπορώ κι ούτε και θέλω να σε δικαιολογήσω. Βρήκες για αφορμή μια φράση μου, που πέταξα πάνω στα νεύρα μου. Βολικό κι αυτό.
Τα ψέματα δεν τα μπορώ. Πληγώθηκα, αλλά όλα για καλό γίνονται. Δυνάμωσα, εμπιστεύομαι επιλεκτικά. Οι άνθρωποι είναι δειλοί, το έμαθα. Δε σε κατηγορώ, όμως. Δεν μπορούσες να νιώσεις ό,τι ένιωσα. Δεκτό. Συναίσθημα με το ζόρι δε γίνεται κι αν γίνει, κλάψ’ το.
Στο ‘χα πει πως θα γράψω για σένα κι αν δε με πίστεψες ίσως με διαβάζεις τώρα, αγαπητέ Σ. Ξέρεις, ακόμα σου κρατάω εκείνη τη θέση. Περίεργο, αλλά να που γίνεται. Πέρασε καιρός, σχεδόν αιώνας, αλλά αντέχω. Βασικά, στην πραγματικότητα, δεν ξέρω καν αν θέλω να σε δω. Εσύ αλλού κι εγώ δεν μπορώ να μοιράζομαι. Κυνηγούσα ένα «όλα» που έγινε «τίποτα». Απλά, δεν έμαθες κι ήθελα να ξέρεις. Ήσουν μάθημα, που το έμαθα καλά.
Σε ψάχνω σε κάθε νέα τυχαία γνωριμία. Μάταιο κι αυτό. Με έναν τρόπο, όμως, είσαι ακόμα εδώ. Δεν ξεχνάω εύκολα, καλώς ή κακώς. Έτσι, θυμάμαι ακόμη το πρώτο σου βλέμμα, το πρώτο σου χαμόγελο. Και λέω να τα κρατήσω. Περίεργο να νιώθεις πολλά για κάποιον που σχεδόν δεν ξέρεις. Δεν εξηγούνται, όμως, όλα με τη λογική.
Θα μπορούσε να τραβήξει πολύ αυτό, να μιλάω για σένα, αλλά θα σταματήσω εδώ. Σε σκέφτομαι συχνά. Θέλω να ‘σαι καλά, να σε προσέχεις, να χαμογελάς. «Ποτέ δεν ξέρεις», έλεγες. Αυτό θα πω κι εγώ. Σε φιλώ κι ελπίζω να με διαβάζεις.