Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εξομολογείται η Α.
Μου λείπεις, ρε γαμώτο… Το ξέρω πως δε θα έπρεπε και το ξέρω πως έχασα κάθε δικαίωμα να μου λείπεις, αλλά είναι και κάτι μέρες που ξυπνάω και νιώθω μισή, που δε βρίσκω δύναμη να σηκωθώ, να χαμογελάσω ή να προσποιηθώ ξανά απ’ την αρχή.
Το ξέρω, προσπαθήσαμε κι όλα ήταν εναντίον μας και το ξέρω πως τότε δεν μπορούσα να δω φως στο τέρμα του διαδρόμου. Αλλά δεν το χωνεύω πως αυτή ήταν η μοίρα μας. Δεν το χωνεύω ότι το σύμπαν μας ήθελε μαζί τόσο επίμονα απλά για να το ζήσουμε μονάχα για μια στιγμή. Γιατί αυτό ήμασταν, μια στιγμή ευτυχίας.
Πώς να συγχωρήσω, λοιπόν, τον εαυτό μου που τα παράτησα τόσο εύκολα; Που έτρεχα μακριά στην πρώτη δυσκολία; Που ήσουν το μοναδικό ίσως άτομο που με λάτρεψε τόσο κι εγώ τα άφησα όλα; Που εξαιτίας μου ζούνε χώρια δύο άνθρωποι φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. «Μη με ξανά-αφήσεις», σου είχα πει και τα κατάφερα να μείνω τελικά μόνο με ένα φυλαχτό κι ένα κάρο αναμνήσεις με άπειρα συναισθήματα.
Το ήξερες κι εσύ πως κάποια στιγμή θα αντιλαμβανόμουν τι ήσουν για μένα και πως ήμασταν απ’ αυτές τις ιστορίες που, λένε, μία φορά σου χαρίζει η ζωή, όταν πια δε θα υπάρχει δρόμος για επιστροφή. Πού να ήξερες, όμως, πώς αισθάνομαι και πόσο με καίει Εμένα, που παρίστανα την αδιάφορη.
Πού να ήξερες πως σε ονειρεύομαι τις νύχτες, κάθε νύχτα. Εγώ που έλεγα πως δεν πιστεύω στα όνειρα. Κι όμως σε βλέπω και με κοιτάς με εκείνα τα μάτια που ερωτεύτηκα απ’ την αρχή, που δεν μπορούσα να τους αντισταθώ ή να πάρω το βλέμμα μου από πάνω τους, που θα χάζευα για ώρες. Εκείνα τα πράσινα μάτια που μου έκλεψαν το πρώτο μας φιλί.
Κι εκείνα τα φιλιά σου που μου έδιναν την αίσθηση ότι ζούσαμε ο ένας απ’ το οξυγόνο του άλλου. Που κολλημένοι σε έναν τοίχο, κάπου στο πουθενά, έμοιαζε να παίρνει φωτιά όλο το σπίτι μονάχα απ’ το φιλί μας. Γιατί εσύ κι εγώ δεν ήμασταν μια απλή σπίθα. Ήμασταν πυρκαγιά, που θα μπορούσε να μείνει αναμμένη για πολύ. Κι ίσως να μείνει, κρυφά μέσα στη σιωπή μας, αφού δεν τολμώ πλέον ούτε να σε κοιτάξω.
Μου αρκεί μόνο να είσαι καλά κι ας μην ξέρεις όταν περνάς από δίπλα μου πόσο δύσκολο μου ήταν να μείνω μακριά σου, ίσως ό,τι πιο δύσκολο έχω κάνει ποτέ μου. Κατάφερες τελικά και χώρεσες στο μυαλό σου. Όπου και να είσαι σε νιώθω, όπως κι εσύ. Αφού εμείς μιλούσαμε με τα μάτια περισσότερο απ’ όσο θα επικοινωνήσουν ποτέ άλλοι με λόγια.
Σαν εκείνα τα βράδια στο αυτοκίνητό σου που κάναμε ολόκληρες συζητήσεις με βλέμματα και κρυφά χαμόγελα. Σαν εκείνες τις νύχτες που δε μας ένοιαζε ούτε η ώρα ούτε το μέρος, αρκούσε μόνο που ήμασταν. Ρεύματα κι ανατριχίλες σε κάθε σου άγγιγμα κι η ανάσα σου να χαϊδεύει το λαιμό μου. Σαν εκείνη την τελευταία μας μέρα, που –μπορεί να μη στο είπα πίσω, αλλά το ήξερες– σ’ αγαπούσα.
Σαν να μην πέρασαν τόσοι μήνες. Εγώ θα σ’ αγαπώ, αφού το ‘χεις βάλει σκοπό να μου γίνεις πάθος, εμμονή κι αρρώστια. Σε όλα ήσουν πάντοτε ο καλύτερος και το ήξερες πως έτσι θα παραμείνεις. Πώς να μη μου λείπεις, λοιπόν;
Δύσκολο να σε ξεχάσω όσο ο εαυτός μου με μισεί που δεν ξυπνάω δίπλα σου τα πρωινά.