Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εξομολογείται η Έλενα.
Έξι χρόνια μετά κι εγώ σου γράφω, αφού μόνο στις λέξεις βρήκα παρηγοριά. Λέξεις που ίσως ποτέ σου δε διαβάσεις, ίσως δε σκέφτηκες ούτε φαντάστηκες. Όσα με στοιχειώνουν καιρό, μαζί με εκείνα τα αναπάντητα «γιατί» που με ταλαιπώρησαν τόσο ώστε σχεδόν με άδειασαν, σε σημείο να μην μπορώ ή να μη θέλω να νιώσω πια.
Οι μέρες περνούν γρήγορα, χωρίς να τις αισθάνεσαι, χωρίς να σου μιλάνε, δίχως να σε κοιτούν. Οι νύχτες πάλι άλλη ιστορία, ατέλειωτες και βασανιστικές. Η μόνη μου σκέψη, εσύ. Τα λόγια σου γυρίζουν μέσα στο μυαλό μου και μετά σιωπή, μια σιωπή που ίσως άλλοτε να νοσταλγούσα, μα τώρα πια με κούρασε.
Συγκαταλέγω τον εαυτό μου σε εκείνους τους ανθρώπους που βλέπεις όμορφους και χαμογελαστούς, με μια μελαγχολία στα μάτια, να τριγυρνάνε πάντα μόνοι. Βλέπεις, η καρδιά τους ξεχείλισε από έναν έρωτα, που άλλοτε μοιράστηκαν, μα δεν κατάφεραν ποτέ να τον κάνουν δικό τους. Κι έτσι μείνανε μόνοι, δεν υπάρχει χώρος πια για άλλον έρωτα.
Κι όταν το βάρος μιας αγάπης, μεγάλης και παράλογης το σηκώνει μόνο ο ένας, κάποια στιγμή δεν αντέχει, λυγίζει, τσακίζεται και σπάσει. Σε τόσα πολλά κομμάτια που μια ζωή δεν του αρκεί για να τα μαζέψει και να τα φτιάξει απ’ την αρχή.
Κάθε βράδυ σε σκοτώνω μήπως μπορέσω να σε βγάλω από μέσα μου, μα τελικά σκοτώνω τον εαυτό μου. Και πάλι το πρωί, πρώτη μου σκέψη εσύ. Ίσως κάποια μέρα τα καταφέρω και τότε να βρω λίγη γαλήνη στις φουρτουνιασμένες μου σκέψεις.
Πάντα φοβόμουνα μην ξημερώσει αυτή η μέρα που δε θα ξανακοιμηθώ στην αγκαλιά σου. Και να που ο εφιάλτης μου έγινε πραγματικότητα. Τώρα κοιμάμαι με τη σκέψη σου. Τώρα κρατάς κάποια άλλη αγκαλιά κι ακούει όσα έλεγες σε μένα. Σ’ εκείνη την αγκαλιά που μεγάλωσα, έκλαψα και γέλασα με την ψυχή μου, έζησα τις πιο ευτυχισμένες μου στιγμές.
Υπάρχουν μέρες που καταφέρνω να μη σε σκέφτομαι, όμως πάλι από κάπου ξετρυπώνεις. Σε βρίσκω μέσα σ’ όλη μου τη ζωή λες κι ακόμα σεργιανίζεις κοντά μου. Κι ίσως δε φταις εσύ. Ίσως, τελικά, να φταίω εγώ που έδωσα περισσότερα απ’ όσα άντεχες.
Μα, τελικά, κατάλαβα πως τούτος ο κόσμος δε στα φέρνει ποτέ όπως τα θες κι αυτό ίσως και να ’ναι σχήμα οξύμωρο, γιατί όσοι εισέβαλαν στη ζωή μου, άλλοι από πόρτες κι άλλοι από χαραμάδες, όλοι μ’ αγάπησαν. Όλοι εκτός από σένα. Μα κι όλο τον κόσμο θα αντάλλαζα για να μ’ αγαπάς εσύ.
Κάθε μέρα που περνάει σε βρίσκω μπροστά μου, σε υποσχέσεις που σε θυμίζουν, σε τραγούδια που ακούσαμε μαζί, σε κουβέντες με φίλους που δεν ξέχασαν εκείνη την παλιά ιστορία, σε κάθε άνθρωπο που ακούει στ’ όνομά σου, λες κι όση ζωή μου απέμεινε δε φτάνει για να λησμονήσω.
Και στο τέλος γυρίζω πάντα εκεί. Τελευταία πράξη. Εγώ κι εσύ σ’ ένα δρομάκι στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ορκίστηκα πως θα σ’ αγαπώ για πάντα. Εγώ ορκιζόμουν κι εσύ με κοιτούσες σ’ εκείνο το δρομάκι, λίγο πριν το ξημέρωμα. Μετά ξημέρωσε. Ορκίστηκες, θυμάσαι ή ξέχασες, δεν έμαθα ποτέ.