Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

Εξομολογείται ο Θανάσης. 

 

Όταν σου έδωσα το κλειδί να ανοίξεις την πόρτα της ζωής μου, πίστεψα πως η τύχη μου χαμογέλασε. Ο καιρός περνούσε, γινόσουν αυτό που ήθελα, αυτό που ζητούσα ή μάλλον εγώ έριχνα στάχτη στα μάτια μου.

Άρχισα να δένομαι μαζί σου, να ξυπνάω και να κοιμάμαι μαζί σου, να κάνω έρωτα μαζί σου, να ζω μαζί σου. Μου έλεγες να ζω το «τώρα», να μη σκέφτομαι και να μην ονειρεύομαι το μέλλον. Κι είχες δίκιο. Μόνο το τώρα μπορούσες να προσφέρεις. Τίποτα παραπάνω.

Άρχισα να παραβλέπω τα ελαττώματά σου, να τα αγαπώ και να μη με νοιάζουν. Σου έδινα ευκαιρίες που απλά πετούσες. Μου έλεγες «σε θέλω» και μοιραζόσουν σε άλλες αγκαλιές. Ξάπλωνες σε άλλα κρεβάτια. Εγώ έμενα. Εγώ σε ήθελα.

Μου έλεγες ότι σε τρελαίνει η χημεία μας, σε εξιτάρει η επικοινωνία μας. Τι άλλαξε σε δυο μέρες; Έφευγες κι εγώ προσπαθούσα να σε κρατήσω κοντά μου. Τελευταία σου φράση ήταν «Μη στεναχωριέσαι. Ουδείς αναντικατάστατος. Σαν εμένα θα ξαναβρείς». Κι εγώ σου απάντησα «Σαν εσένα δε θέλω να ξαναβρώ».

Με τσάκιζες. Υπέφερα. Πληγώθηκα, μα αυτή είναι η μαγεία του έρωτα: απ’ τα υπόγεια να σε πηγαίνει στο ρετιρέ και πάλι απ’ την αρχή το ασανσέρ. Πατούσες τα κουμπιά μου και με πήγαινες εσύ. Τώρα τα πατάω εγώ.

Δεν κοιμάμαι και δεν ξυπνάω μαζί σου. Δεν κάνω έρωτα μαζί σου, δε ζω πια μαζί σου. Γιατί απλά χωρίς εσένα δε ζω πια. Κακό πράγμα η συνήθεια, βλέπεις. Σε θέλω ακόμα, με όλα σου τα αρνητικά. Σε θέλω στη ζωή μου. Πες με μαζόχα, σαδιστή κι όλα αυτά τα περίεργα. Εγώ σε θέλω ακόμα κι ας ξέρω πως είσαι αλλού.

Πίνω, καπνίζω κι ακούω τραγούδια που σε θυμίζουν. Όλα όσα γουστάρω έγιναν η αυτοκαταστροφή μου. Δε σε ξέχασα στη μία μέρα, όπως μου είπες την τελευταία φορά. Μυρίζω τη μαξιλαροθήκη σου για να νιώθω το άρωμά σου. Κοιτώ φωτογραφίες μας και σκέφτομαι την παραλίγο ευτυχία που ζήσαμε μαζί.

Πόσο τέλεια συναντιόντουσαν τα κορμιά μας; Πόσο κούμπωναν τα χείλη μας; Πόσο γελούσαν τα μάτια μας; Πόσο με τρέλαινε ο τρόπος που δε γνωριζόμασταν μπροστά στους άλλους και πόσο απόλυτα υπήρχαμε μαζί όταν ήμασταν οι δυο μας.

Έχω φτάσει σε αδιέξοδο γιατί σε καψουρεύτηκα. Έχω φτάσει σε αδιέξοδο γιατί με έβγαλες απ’ τα ψυχαναγκαστικά κουτάκια μου και με έμαθες να ζω. Έχω φτάσει σε αδιέξοδο γιατί σε έναν κόσμο που συνέχεια αλλάζει, εσύ ήσουν το μόνο σταθερό μου όλον αυτό τον καιρό.

Λάτρεψα τα μικρά πράγματα: τα καλοκαιρινά βράδια σε ένα μπαλκόνι με δυο μπιρόνια. Με εσένα, εμένα, τον έρωτα και δυο γλάστρες γιασεμιού και βασιλικού να αρωματίζουν και να μεθούν τα βράδια μας. Λάτρεψα τα ωράρια που άλλαξα για εσένα, την απλότητα και την ευρηματικότητά σου.

Λάτρεψα το πόσο αργά και με χειρουργική κίνηση έκαιγες τα κύτταρα του κορμιού μου και με οδηγούσες κοντά σου. Λάτρεψα το στρώμα εκείνο το διπλό που είχες στο δωμάτιό σου κι έλεγες συνέχεια πόσο άδειο ήταν. Δεν ήταν άδειο. Ήταν μόνο του στο πάτωμα για να χωράει τον έρωτά μας. Λάτρεψα σε εσένα ως άνθρωπο.

Με πλήγωσες που δεν ήμουν ποτέ προτεραιότητά σου. Με πληγώνεις που ακόμα και τώρα δεν έχεις στείλει ένα μήνυμα να μου πεις ότι σου λείπω. Δεν μπορεί να μη σου λείπω, διάολε. Δεν μπορεί να μη νιώθεις τίποτα, που πια δε σε ξυπνάω χαϊδεύοντάς σου τα μαλλιά, ετοιμάζοντας καφέ και στρίβοντάς σου το πρώτο τσιγάρο. Με πληγώνει που σε βλέπω online πριν ένα λεπτό και δεν έχω κόκκινη ειδοποίηση. Με πληγώνει που πια δε χτυπάει το κινητό μου με το «Μόνο εσύ υπάρχεις, μόνο εσύ!».

Σου έδινα τόσα, όσα μπορούσες να αντέξεις κι άδειασα εγώ μέσα μου. Μα πάντα έβρισκα κάτι παραπάνω. Κάτι που να σε κάνει να νιώθεις ασφαλής στην αγκαλιά μου, που τόσο γούσταρες. Τώρα βρήκες άλλη αγκαλιά, ξαπλώνεις σε άλλο κρεβάτι, μιλάς σε άλλα τηλέφωνα. Βγάζεις με άλλους φωτογραφίες. Φυλάς για άλλους τη λάμψη των ματιών σου, τους δυνατότερους οργασμούς και τα πιο λαμπερά χαμόγελα.

Τι κάναμε λάθος, ρε γαμώτο; Γιατί αφήσαμε το δυνατό που μας ένωνε να σπάσει; Γιατί είμαστε χώρια κι υποφέρω μακριά σου; Βλέπω παντού το όνομά σου, τα μάτια σου και τα χείλη σου. Χαϊδεύω με τον κέρσορα τις φωτογραφίες και σκέφτομαι τι δε θα έδινα να ήσουν εδώ. Λέω σε όλους πως είμαι καλά και μέσα μου όλα τα κομμάτια μου έχουν σπάσει. Ξέρεις γιατί; Γιατί μόνο εσύ μπορείς να τα ενώσεις!

Η καρδιά μου είναι άδεια μακριά σου. Το σώμα μου μισό. Λείπει αυτό το κούμπωμα. Μου λείπουν οι χαζές συζητήσεις μας το ξημέρωμα. Μου λείπει η μυρωδιά του σπιτιού σου που ένιωθα δικό μου. Μου λείπει το βλέμμα σου και το φιλί σου. Μου λείπεις εσύ.

Σε θέλω και το ξέρεις. Με θέλεις και το ξέρω. Δε λένε ψέματα τα μάτια. Ας δώσουμε μια ευκαιρία ακόμα. Το αξίζουμε, γαμώτο! Το αξίζουμε!

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη