Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Το κόκκινο κρασί για μένα, έκρυβε πάντοτε κάτι ποιητικό. Μια νοσταλγία, κάτι από το παρελθόν, μια δόση παραζάλης, ένα εθιστικό χρώμα. Μου έδινε τη σιγουριά πως θα με παρέσυρε κι εγώ θα το άφηνα. Ήξερα πως μετά από το τρίτο ποτήρι θα άρχιζα αυτές τις φιλοσοφικές συζητήσεις που δεν άντεχες. Ήξερες πως θα ρωτούσα πού θα οδηγούσε αυτό το μεταξύ μας, εάν αυτή η σχέση θα συνεχιζόταν. Ήξερες πως ήταν από τα πρώτα πράγματα που θα ξέφευγαν από τα χείλη μου και ποτέ δε με άφηνες να φτάσω σε αυτό το σημείο.

Με σταματούσες με το βλέμμα σου που με κοιτούσε παρακλητικά. Μου έλεγες πως δε χρειαζόταν να το σκεφτώ αυτό με το άγγιγμά σου. Με προειδοποιούσες με τα χάδια σου πως δεν ήθελα στην πραγματικότητα να ακούσω την απάντηση. Μα ούτε κι εγώ πίεζα τις καταστάσεις. Σταματούσα, άφηνα την τελευταία δουλειά του δεύτερου ποτηριού να κάψει λίγο τον ουρανίσκο μου και βρισκόμουν σε μια ασφαλή ευδαιμονία. Οπότε ήμασταν ευτυχισμένοι κι οι δύο μέσα στη σχετική μας άγνοια κι αποφυγή.

 

Get Over It! | eBook


€5,00

-----

 

Εκείνο το βράδυ όμως ήταν διαφορετικά. Όλα πάνω σου και μέσα σου ήταν διαφορετικά. Ήσουν εδώ και πολύ καιρό αποφασισμένος να το φτάσεις στο άκρο, εκείνο που ήξερες πως δε θα υπήρχε επιστροφή. Μου χαμογέλασες όπως πάντα. Με φίλησες σαν να μη συνέβαινε κάτι. Μου έδωσες το αγαπημένο μου ποτήρι από το ντουλάπι. Μιλήσαμε ήρεμα. Με κρατούσες με μια πρωτοφανή σιγουριά και με άφησες να σε φωνάζω με εκείνο το παρατσούκλι που σε εκνεύριζε. Μου γέμισες το ποτήρι με το κόκκινο υγρό που τώρα στο στόμα μου είχε γεύση αίματος- μεταλλικό κι άψυχο. Πώς μπόρεσε το πιο ζωντανό χρώμα να ένιωθε τόσο κενό; Αλλά δεν παραπονέθηκα. Μονάχα απομακρύνθηκα από τη ζεστασιά του κορμιού σου για να σε κοιτάξω καλύτερα, να παρατηρήσω πώς θα μου το έλεγες, ήθελα να βλέπω τα μάτια σου όταν θα το τελείωνες.

Η άλλη άκρη του καναπέ ποτέ δε θα ήταν πιο άνετη από εκείνη τη στιγμή. Μου άρεσε εκείνη η μικρή μου γωνίτσα που ασυναίσθητα είχαμε συμφωνήσει πως μου ανήκε. Σε κοιτούσα από εκεί να κάνεις τα πάντα: ήταν το προσωπικό μου παρατηρητήριο για τον κόσμο σου. Η βεβαιότητα της θέσης μου με άφησε να σε ρωτήσω «και μετά τί θα γίνει», γιατί το «μετά» που ακουγόταν κάτι μακρινό κι αόριστο ερχόταν προς το μέρος μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Δεν μπορούσαμε να το σταματήσουμε. Μέσα μας ίσως δε θέλαμε κιόλας.

Οπότε κοιταχτήκαμε και συμφωνήσαμε σιωπηλά. Η τελευταία γουλιά θα ήταν η πρόποση για «εμάς», εκείνη που ποτέ δεν κάναμε μα ούτε και θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε ξανά. Ήταν το τσούγκρισμα των ποτηριών που αποφεύγαμε μήπως και πληγωθεί κάποιος από τους δύο μας. Πιστεύεις αληθινά ότι φύγαμε αλώβητοι από αυτή τη σχέση;

Με αποχαιρέτησες δίχως συναισθηματισμούς -ποτέ δε σου άρεσαν- αλλά κι εγώ το επόμενο πρωί που βρέθηκα μόνη στο σπίτι μου δεν είχα συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Εκνευρίστηκα με τον εαυτό μου που με είχα αφήσει να ρωτήσω. Ίσως ήμασταν ακόμα μαζί, μα κι αυτή η εκδοχή δε μου φαινόταν σωστή. Μετά από δύο εβδομάδες χαμογέλασα νοσταλγικά και σκέφτηκα πως αυτό θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς. Τρεις εβδομάδες έπειτα το συνειδητοποίησα και κάποιος θα έλεγε πως το δέχτηκα. Μα το τελευταίο μου πήρε περισσότερο καιρό από όσο θα ήθελα.

Εάν με ρωτήσεις τώρα, θα σου πω πως κάποια βραδιά μου λείπει εκείνη η θέση στον καφετί καναπέ και προσπαθώ να καθησυχάσω τον εαυτό μου λέγοντας πως θα φύγει η σκέψη μιας άλλης να στέκεται εκεί και να σε κοίτα. Θα μου λείπουν οι συζητήσεις που ποτέ δεν αφορούσαν εμάς αλλά και οι δύο ξέραμε πως μιλούσαν για εμάς. Μονάχα ένα πράγμα θέλω να σου ζητήσω: μη δώσεις σε καμία εκείνο το ποτήρι που είχα αγγίξει με τα χείλη που σε άγγιζα. Βάλ’ το πίσω πίσω στο ντουλάπι για να μην το δει ποτέ, να μη χρειαστεί να πεις ποια ήμουν για σένα. Θέλω να μου επιτρέψεις -ακόμα και όταν δεν το χρειάζομαι- να ζω με την ψευδαίσθηση πως ήμασταν κάτι ξεχωριστό.