Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Γράφει η Βίκυ
Μια νύχτα με τζαζ και λευκό κρασί. Είχαμε ανοιχτό το παράθυρο να μπαίνει λίγο αεράκι για να φωτίζει το φεγγάρι και τα αστέρια τον χώρο. Αναμμένα κεριά τρεμοπαίζανε και οι σκιές μας τσουγκρίζανε τα ποτήρια μας στην υγειά μας. Χαθήκαμε με τις ώρες να συζητάμε για τις ζωές μας και για παλιές αναμνήσεις. Σε γνώριζα τότε και με κάθε γουλιά βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ στον κόσμο σου. Έπαιξε το αγαπημένο μου τραγούδι και σηκώθηκα να χορέψω, ανέμιζε η φούστα μου και τα χείλη μου ήταν κατακόκκινα. Ντράπηκα λίγο γιατί με χάζευες έντονα και δεν ήξερα αν σου αρέσει αυτό που βλέπεις. Επικρατούσε η τέλεια ατμόσφαιρα, σαν μια παλιά ασπρόμαυρη ταινία.
Ξεχάσαμε τι ώρα ήταν και ας είχα ρίξει μια κλεφτή ματιά πριν μισή ώρα στο ρολόι που κρεμόταν στον τοίχο. Ήταν σίγουρα χαράματα, μα ο χρόνος μαζί σου περνούσε αβίαστα. Είχες ένα τριαντάφυλλο στο βάζο και εγώ το κοιτούσα και απορούσα πώς ένα τόσο όμορφο άνθος έχει αγκάθια. Σκέφτηκε πως έτσι μπορεί να είναι και οι άνθρωποι, μες την ομορφιά τους έχουν τα αγκάθια τους για να προστατεύονται και να μην πληγώνονται. Έχουν φτιάξει μηχανισμούς άμυνας για να μην πονάνε. Κάθε σχέση είναι απρόβλεπτη και το αν θα σε απογειώσει ή θα σε ρίξει θα φανεί στην πορεία. Δε θέλω όμως να τα σκέφτομαι αυτά, είμαι εδώ μαζί σου.
Σε παρατηρούσα και έβλεπα τα βλέφαρά σου να ανοιγοκλείνουν σαν να ήθελαν να μου πουν κάτι. Ανάσαινες βαριά και μπορούσα να ακούσω τον χτύπο της καρδιάς σου. Κάτι σε έκαιγε μάλλον και δεν ήξερα τι. Ήρθα πιο κοντά σου και σου έπιασα το χέρι, με κοίταξες ξαφνιασμένος και μου έριξες ένα στραβό χαμόγελο. Μετά με έπιασες απ’ τη μέση και με φίλησες. Είχες απαλά χείλη και οι ανάσες μας συγχρονίστηκαν. Καθίσαμε ακίνητοι για κάποια λεπτά και παρασυρθήκαμε απ’ τη στιγμή. Δεν ήξερα πολλά για σένα ούτε εσύ για μένα αλλά τα μάτια μας τα είχαν πει όλα. Σε ποθούσα, το ίδιο κι εσύ και αυτό ήταν αρκετό.
Πάνω στο χαλί αφήναμε τις φιγούρες μας και αγκαλιασμένοι διώχναμε τις σκέψεις μας. Τα αστέρια έμοιαζαν άπειρα στο μαύρο πέπλο της νύχτας και θα ορκιζόμουν πως σχημάτιζαν ένα ποτάμι. Κάθισα να τα παρατηρώ για λίγα λεπτά μα ξαφνικά άρχισες να μου μιλάς για σένα και με άφησες να χαθώ στον κόσμο σου για λίγο. Μ’ άρεσε να σ’ ακούω να μου μιλάς για τη ζωή σου, όλα έδεναν μεταξύ τους και καταλάβαινα πιο πολύ τα στοιχεία εκείνα που είχαν διαμορφώσει τον χαρακτήρα σου. Οι ζωές μας μπορεί να μην ταίριαζαν αλλά οι ψυχές μας ήξεραν να χορεύουν. Όσο περνούσε η ώρα σκεφτόμουν την πρώτη φορά που σε είδα, σε εκείνο το βιβλιοπωλείο στην παλιά μου γειτονιά. Είχαμε πιάσει και οι δύο το ίδιο βιβλίο, μου χαμογέλασες γλυκά και μου είπες πως είναι δικό μου. Ένιωσα μια φλόγα μέσα μου και τα πόδια μου έτρεμαν, ένιωθα σαν να έπρεπε να σε γνωρίσω.
Με κάλεσες να πιούμε ένα καφέ σε εκείνο το παραδοσιακό καφενείο και δέχτηκα αμέσως. Δε χρειάστηκε πάνω από δέκα λεπτά να καταλάβω ότι έμπλεξα και ότι δε θα μπορέσω να σε βγάλω απ’ το μυαλό μου. Όλα οδήγησαν στη στιγμή που είμαστε τώρα. Μου έπιασες το χέρι, με σήκωσες και πήγαμε προς την κρεβατοκάμαρα. Θα ανακαλύψω κι άλλες πτυχές σου απόψε και ανυπομονώ…