Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Γράφει η Δ.
Δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω να μιλώ για εσένα. Ίσως πω και κάτι που σου ταιριάζει. Ίσως πάλι κι όχι. Το λεξιλόγιό μου φτωχό κι όσα θέλω απόψε να εκφράσω δε βρίσκουν τις κατάλληλες λέξεις. Πού να βρω τις λέξεις όταν οι ίδιες κόμπιαζαν στην άκρη της γλώσσας κάθε φορά που βρισκόσουν στο διάβα μου;
Χέρια που έτρεμαν, θύμηση που μπέρδευα, μία καρδιά να χτυπά με ρυθμούς που ξεπερνούσαν τα όρια εμφράγματος. Μα δε σε πλησίασα ποτέ αρκετά να την ακούσεις. Κρυβόμουν. Τώρα πίσω απ’ το δάχτυλό μου; Πίσω από τον εγωισμό; Πίσω απ’ τη δειλία μου; Δεν έχει πια σημασία.
Έφηβοι ήμασταν όταν γνωριστήκαμε, θυμάσαι; Μιλούσαμε ως το πρωί και δεν ήθελα να ξυπνήσω για να πάω στο σχολείο γιατί δεν ήθελα να χαλάσει το όνειρο που έβλεπα. Εσένα στο πλάι μου. Είχαμε όνειρα, θυμάσαι; Μιλούσαμε γι’ αυτά, για τις ζωές μας, για τα πρόσωπα που αγαπήσαμε και τα παιδικά μας χρόνια. Σου μιλούσα για όσα φοβόμουν, για όσα έχασα κι όσα ήθελα να αποκτήσω στη ζωή μου. Κι εγώ αντίστοιχα έδινα έμφαση σε κάθε λεπτομέρεια που μου επέτρεπες να μάθω για τη δική σου.
Ήσουν το άτομο που κατάφερε να ξυπνήσει μέσα μου έναν εαυτό που αγνοούσα χρόνια την ύπαρξή του. Το άτομο που θαύμαζα όσο τίποτα στον κόσμο, εκείνο που μου έδωσε τροφή ώστε να γίνομαι κάτι το καλύτερο. Να εξελίσσομαι. Αυτό όμως δεν το θυμάσαι. Γιατί δε στο είχα πει ποτέ. Και τώρα που ξέρεις, θέλω να θυμάσαι κάτι.
Θέλω να θυμάσαι εκείνο το βράδυ που κατάφερα να στα πω όλα. Χωρίς υπεκφυγές. Χωρίς αναστολές. Χωρίς τον δειλό παλιό εαυτό μου. Σχεδόν. Σχεδόν 2555 ημέρες. Τόσες μετράνε τα 7 χρόνια από τότε που μου πρωτομίλησες. Σχεδόν 6 από την πρώτη μας συνάντηση. Σε δικά σου νερά. Κι εγώ ένιωθα σαν ψάρι έξω απ’ τα δικά μου. Μόνο μία στιγμή. Ούτε ένα φιλί. Κι αυτό το ρημάδι το φανταζόμουν χρόνια.
Ξαναγύρισα. Τόσα χρόνια μετά κι επέστρεψα στο ίδιο μέρος. Αυτή τη φορά βρίσκοντας τη δύναμη να σε καλέσω να μιλήσουμε. Είχε έρθει για εμένα η ώρα να σε αντιμετωπίσω. Δεν ήθελα να μ’ ερωτευτείς, ήθελα να μένεις δίνοντας μας μία σωστή ευκαιρία για να σου δώσω όσα ήθελα εγώ. Μα πάντα έφευγες. Κι εγώ πνιγόμουν στο παράπονο.
Σε είδα να πλησιάζεις. Κόντεψα να κάνω πίσω. «Ή τώρα ή ποτέ», σκέφτηκα και σου ζήτησα μία βόλτα στη θάλασσα. Αυτή τη φορά θα γινόταν με τον τρόπο μου. Κι ενώ η ώρα περνούσε κι η αμηχανία αποκαταστάθηκε από την οικειότητα που θα έπρεπε να είχα μαζί σου χρόνια, κατάφερα να πω με δύο απλά λόγια πόσο πολύ σε νοιάζομαι.
Ήρθες και με αγκάλιασες. Όπως δε με είχες αγκαλιάσει ποτέ. Άγγιζες τα μαλλιά μου, ακούμπησες την πλάτη μου κι εγώ απλά είχα κολλήσει πάνω σου χωρίς να υπολογίζω την κρύα βραδιά ούτε το το ρολόι με το οποίο μου είχες δώσει επιβλητικά χρονικό περιθώριο. Προς τεράστιά μου έκπληξη έμεινες παραπάνω απ’ αυτή τη ρήτρα που εσύ έθεσες. Δε θυμάμαι πόση ώρα σε αγκάλιασα. Θυμάμαι πως δε μου έφτανε η ώρα. Ποτέ άλλωστε δεν έφτασε μαζί σου. Κι εκείνη η μπίρα που πήραμε είχε ζεσταθεί, δεν μπορούσα να πιω άλλο, διότι ο λαιμός μου κόμπιαζε.
Σου ζήτησα αυτό το φιλί που ποτέ δεν τόλμησα. Μες στη διστακτικότητα δεν επέλεξες να μου το δώσεις. Κι εγώ έγειρα σαν χαζό παιδί στον ώμο σου για να μυρίσω λίγο ακόμα εσύ. Σήκωσα το βλέμμα μου και για λίγο καρφώθηκα πάνω στο δικό σου. Δεν είχαμε ξανακοιταχτεί τόσο επίμονα στα μάτια. Ήταν λες και πρώτη φορά όντως καταλαβαινόμασταν. Σε ρώτησα τι έπαθες κι απλά με πλησίασες και μου έδωσες εκείνο το φιλί. Ίσως να μην πιστεύεις στη ρομαντικότητα και τα συννεφάκια μα σου το ορκίζομαι μέχρι και το συναίσθημα ήταν φτωχό να περιγράψει αυτά που ένιωθα. Κι ενώ το καλοκαιρινό αεράκι έκανε πιο έντονο τον ήχο από τα κύματα που μας συνόδευαν με σήκωσες να γυρίσουμε πίσω.
Μετά; Μετά τίποτα. Υπήρξε μόνο μία ουσιαστική φορά για εμάς. Κι ακόμα κι αν ακόμα δε με θες και δε θα με θες ποτέ, γιατί μέσα σε μία νύχτα κατάλαβα έστω και για λίγο το αντίθετο; Δεν ξέρω αν ήταν εγωισμός, δεν ξέρω αν θα ξανασυναντηθούμε ποτέ, δεν ξέρω αν σήμαινα κάτι για εσένα. Το μόνο που ξέρω είναι πως κατάφερα να ζήσω το πρώτο μας φιλί. Κι αυτή είναι η νύχτα που έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου. Μαζί με εκείνο το βλέμμα σου που είδα καθαρά. Κι ότι κι αν είπες πιστεύω σε είχε προδώσει.
Στην Κ.