Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».

 

Γράφει η Ελευθερία Α. 

 

Περίοδος εξεταστικής. Το πρώτο φως της μέρας με βρίσκει γερμένη πάνω από ένα βιβλίο Ιστορίας. Στον καναπέ είσαι ξαπλωμένος εσύ, με τις σημειώσεις που σού έγραψα στο χέρι σου και ένα βλέμμα απόλυτης συγκέντρωσης να χρωματίζει το άλλοτε σκληρό πρόσωπό σου. Ρυτίδες στο μέτωπο, σούφρωμα στα χείλη. Τα μάτια σου να τρέχουν σαν τρελά καθώς διαβάζεις τις γραμμές που σου έγραψα.

Η ώρα εφτά, πρέπει να φύγουμε. Σηκωνόμαστε σιωπηλοί και τρέχουμε στη στάση του λεωφορείου, μιλάμε μόνο με τα μάτια μας. Στο μετρό σου κάνω ερωτήσεις, ακατάπαυστα. Σε ρωτάω για ονόματα, ημερομηνίες και γεγονότα που πρέπει να θυμάσαι για να γράψεις σωστά. Τα απαντάς όλα, όπως πρέπει, χαμογελώντας μου, νιώθοντας περήφανος για τον εαυτό σου. Μα εγώ νιώθω πιο περήφανη, γιατί ξέρω πως θα περάσεις. Κι ας μην το πιστεύεις ακόμα εσύ.

Φτάνουμε στη σχολή, κι εκείνη είναι άδεια. Οι διάδρομοι μισοφωτισμένοι, οι φοιτητές κοιμούνται όρθιοι. Βρίσκουμε το σωστό αμφιθέατρο και σε βάζω να κάτσεις σε ένα έδρανο, ενώ οι ερωτήσεις συνεχίζουν να πέφτουν βροχή. Σε λίγο φτάνουν και οι φίλοι σου. Μας πλησιάζουν. Ρωτούν ποια είμαι κι εσύ τους αποκρίνεσαι «Η κολλητή μου». Πάντα θα θυμάμαι τον κόμπο που μου προκαλούσε κάποτε αυτή η λέξη. Τότε που ήθελα να είμαι πολλά περισσότερα για σένα από μια απλή φίλη σου. Μα τώρα το κατάλαβα, καλέ μου. Μου αρκεί απλώς να είμαι κομμάτι σου, στοιχείο της ζωής σου. Και ίσως αυτός ο ρόλος που μου έδωσες να είναι τελικά ο καλύτερος, ο πιο σταθερός.

Δυο ώρες αργότερα και σε περιμένω στην καφετέρια στη γωνία. Κάθε λίγο και λιγάκι κοιτώ την πόρτα, περιμένοντάς σε. Άντε, πότε θα φανείς; Τι κάνεις τόση ώρα; Είμαι εξαντλημένη. Ο καφές δε βοηθάει στη νύστα μου, ίσως μάλιστα να με νανουρίζει και περισσότερο. Είσαι ο μόνος λόγος που κρατιέμαι ξύπνια, όρθια. Μόνο να σε δω θέλω, μόνο αυτό.

Ξαφνικά η φιγούρα σου εμφανίζεται στη τζαμαρία. Παντού θα αναγνώριζα το σώμα σου, τον βηματισμό σου. Πολλές φορές σκέφτομαι πως με ευκολία θα σε διέκρινα σε πλήθος εκατοντάδων. Είσαι, άλλωστε, ό, τι πιο μοναδικό και ιδιαίτερο υπάρχει στον κόσμο μου. Χωρίς να χρειαστεί να με ψάξεις, ρίχνεις το βλέμμα σου πάνω μου κι αμέσως χαμογελάς. Πόσο το αγαπώ αυτό το χαμόγελό σου! Μοιάζει με μικρού παιδιού και σου φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπο! Η γη σταματάει να γυρνάει, κι ο κόσμος παγώνει και ξαφνικά υπάρχεις μόνο εσύ -εσύ και το χαμόγελό σου.

Έρχεσαι κοντά και δε χρειάζεται να μου πεις πώς έγραψες. Έρχεσαι και μ’ αγκαλιάζεις κι αυτό αρκεί για να ξέρω. Θα μπορούσα να μείνω σ’ αυτήν την αγκαλιά για πάντα, μα πρέπει να φύγουμε. Είμαστε κι οι δύο πτώματα, χρειαζόμαστε ύπνο.

«Πάμε βόλτα», μου λες, κι εγώ δε μπορώ να σου το αρνηθώ. Είσαι η πηγή όλης της δύναμής μου. Δε χρειάζομαι τίποτα πέρα από σένα για να παραμείνω ζωντανή.

Με παίρνεις απ’ το χέρι και φτάνουμε μέχρι την Ακρόπολη. Ανεβαίνουμε τον βράχο και ξαφνικά όλη η κούραση εξαφανίζεται και μετατρέπεται σε ενθουσιασμό. Λες και δεν έχουμε ξαναβρεθεί εδώ, λες κι είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε σε αυτό το μέρος. Φτάνουμε στην κορυφή. Ζέστη ανυπόφορη. Κούραση ξεχασμένη. Ο ουρανός είναι καταγάλανος, τα μάτια σου πιο πράσινα από ποτέ. Σε χαζεύω καθώς κοιτάς τη θέα, και απολαμβάνεις το αεράκι που σου χαϊδεύει τα μάγουλα. Μου δείχνεις τα νεοκλασικά που ξεχωρίζουν και μου υπόσχεσαι πως κάποια μέρα θα είναι δικά μας. Πόσο χαίρομαι που υπάρχω πάντα στο μέλλον σου, με οποιονδήποτε τρόπο! Γελάς καθώς μου δείχνεις τη Βουλή και μου λες πως αυτό θα είναι το παλάτι μας. Μου θυμίζεις πως κάποτε μου είχες υποσχεθεί πως θα μου αγόραζες ένα κάστρο στην Αγγλία, και γελάμε ακόμα περισσότερο.

Κάποτε έρχεται η ώρα να πάρουμε τον δρόμο του γυρισμού. Δε θέλω ποτέ να τελειώσει αυτή η μέρα. Πόσο χαίρομαι που μου πρότεινες να πάρουμε τον μακρύ δρόμο για το σπίτι! Μάλλον ούτε κι εσύ θέλεις να χωριστούμε. Στο Θησείο χαζεύουμε ένα σωρό πάγκους μικροπωλητών. Ύστερα παρατηρούμε τον κόσμο που περνάει γύρω μας. Έχουμε κι οι δυο ένα κάρο αναμνήσεις από αυτά εδώ τα στενά, ιστορίες που μπορούμε να λέμε ο ένας στον άλλο ξανά και ξανά χωρίς να βαρεθούμε. Ποτέ δε βαριόμαστε εμείς.

Τότε είναι που το καταλαβαίνω, το συναίσθημα που με διακατέχει. Μία απόλυτη ηρεμία, πρωτοφανής για τη δική μου την ψυχή. Σε κοιτώ καθώς μου μιλάς και χάνομαι στις σκέψεις μου. Θαυμάζω το μυαλό σου. Θαυμάζω τα πάντα σου. Μα πιο πολύ θαυμάζω το χάρισμά σου, γιατί για χάρισμα θα πρόκειται σίγουρα. Κανείς δε με κάνει να νιώθω όπως όταν είμαι μαζί σου. Ήρεμη, γαλήνια, ασφαλής. Κάθε γωνιά του κόσμου είναι το σπίτι μου, αρκεί να είσαι δίπλα μου. Και υπάρχει και όνομα για αυτό που νιώθω χάρη σε σένα. Ευτυχία λέγεται.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου