Ενώ το καλοκαιράκι γίνεται σιγά-σιγά ανάμνηση, μια άλλη εποχή ξεκινάει ανανεώνοντας την παλέτα των χρωμάτων της φύσης από το ανοιχτό γαλάζιο της θάλασσας και το ζεστό πορτοκαλί του ηλιοβασιλέματος σε βαθύ μπλε με κίτρινες αποχρώσεις και γκρίζες ουράνιες πινελιές. Η αρχή του Σεπτεμβρίου σηματοδοτεί το ξεκίνημα του φθινοπώρου, όπου σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης, είναι η εποχή που λιγοστεύουν τα φρούτα ή τελειώνει η οπώρα ( φθίνω + οπώρα ).
Το φθινόπωρο μια γλυκιά μελαγχολία μας διακατέχει, ίσως επειδή ανέκαθεν αυτή η εποχή αποτελεί το μεταίχμιο ανάμεσα στο τι ήταν και τι θα έρθει, στη μέρα και τη νύχτα, την ανοιχτωσιά της ζέστης και τις κλειστές καρδιές του Δεκέμβρη. Έχουμε την ανάγκη να χουχουλιάσουμε στον καναπέ μας, να κάνουμε τον πρώτο ελληνικό, να δούμε μια χαζή κομεντί. Να ερωτευτούμε και να μας ερωτευτούν.
Από πρακτικής άποψης, μπορούμε να πούμε πως από παιδιά βιώνουμε το φθινόπωρο σαν ένα νέο ξεκίνημα λόγω της έναρξης της σχολικής χρονιάς, κάτι το οποίο μας ακολουθεί και στην ενήλικη ζωή μας. Είναι σαν να μηδενίζει το κοντέρ, σαν να διαγράφονται οι καλοκαιρινές μας εξάρσεις -μαζί τους κι ο παρορμητισμός μας- θέλοντας να θέσουμε καινούριους στόχους, με νέες προοπτικές. Ωστόσο, για πολλούς ανθρώπους η μελαγχολία του φθινοπώρου δεν είναι πάντα ούτε αισιόδοξη, μα ούτε και ρομαντική.
Για κάποιους, η μετάβαση από το καλοκαίρι στο φθινόπωρο δημιουργεί ένα αίσθημα έντονης απώλειας. Η επιστροφή στους γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας και των υποχρεώσεων εν αντιθέσει με την ανεμελιά των καλοκαιρινών διακοπών, είναι ένας από τους βασικούς λόγους για να βυθιστείς σε μελαγχολία. Επιπλέον, η μέρα μικραίνει κι η έκθεση μας στο φως του ήλιου είναι λιγοστή, με αποτέλεσμα τα επίπεδα σεροτονίνης και μελατονίνης να μειώνονται, προκαλώντας έτσι αισθήματα άγχους, απογοήτευσης και θλίψης. Ένας άλλος λόγος είναι ότι το πρόγραμμα του ύπνου μας διαταράσσεται καθώς τους καλοκαιρινούς μήνες συνηθίζουμε να κοιμόμαστε πιο αργά κι έτσι, δυσκολευόμαστε να βρούμε πάλι τους ρυθμούς μας. Ξυπνάμε κουρασμένοι, κοιμόμαστε ακόμα περισσότερο. Στην περίπτωση μάλιστα που το καλοκαίρι μας βρίσκει να εργαζόμαστε πολλές ώρες, τότε ο ερχομός του φθινόπωρου, εκτός από σωματική εξάντληση, μάς κάνει να νιώθουμε και ψυχολογική φθορά, αφού δεν είχαμε τον χρόνο να απολαύσουμε την περίοδο αυτή.
Ωστόσο, ακόμα κι η πιο βαριά φθινοπωρινή μελαγχολία, έχει τον τρόπο της να φύγει από το σώμα και το μυαλό, αρκεί να θελήσουμε να την πολεμήσουμε:
1. Κανονίστε ένα διήμερο με την παρέα σας ή με το σύντροφό σας, έτσι η μετάβαση θα είναι πιο ομαλή και δε θα νιώσετε ότι κλείνεστε μέσα. Το φθινόπωρο ενδείκνυται για πεζοπορίες όπου θα βιώσετε την αλλαγή της εποχής και τη μαγεία της φύσης. Ανέκαθεν η επαφή μας με τη φύση είναι ο κατάλληλος τρόπος να ξεπεράσουμε το άγχος και να έρθουμε πιο κοντά της, μαθαίνοντας να τη σεβόμαστε περισσότερο- ειδικά τώρα που το έχει ανάγκη.
2. Ξεκινήστε μια καινούρια δραστηριότητα. Αυτή είναι κατάλληλη περίοδος να μπείτε σε ένα πρόγραμμα γυμναστικής ή να μάθετε ένα καινούριο χόμπι. Σύμφωνα με μελέτες, έχει αποδειχθεί ότι έστω και 30 λεπτά από μια νέα ασχολία μας δημιουργεί θετικές σκέψεις κι ανεβάζει την ενέργεια στο σώμα μας.
3. Βρεθείτε με φιλικά πρόσωπα. Είναι ευκαιρία να μαζευτείτε πάλι όλοι η παρέα για μια βραδιά με επιτραπέζια παιχνίδια ή μια έξοδο για φαγητό. Έτσι ενισχύεται η αποσυμπίεση και νιώθουμε πιο χαλαροί.
4. Επενδύστε στον εαυτό σας- άλλωστε του το χρωστάτε. Κανονίστε ένα θεραπευτικό μασάζ και μια περιποίηση σώματος για αναζωογόνηση. Θρέψτε τον οργανισμό σας με τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες και ρυθμίστε το πρόγραμμα του ύπνου σας.
Γενικά, ψάξε την απόλαυση στα μικρά πράγματα, αναζήτησε τον έρωτα εκεί που νιώθεις πως ίσως και να μη χωράει και θυμίσου πως καμιά φορά, η χαρά είναι επιλογή. Και αν τύχει και δεις να βγαίνει το ουράνιο τόξο, θαύμασε τα χρώματα του πάνω στο γκρίζο φόντο και κάνε μια ευχή. Οι εποχές διαδέχονται η μία την άλλη για να ολοκληρώσουν τον κύκλο της ζωής και η καθεμία κρύβει τους δικούς της θησαυρούς, που σε περιμένουν να τους ανακαλύψεις. Κι αν κάποιες τους κρύβουν καλύτερα, με πείσμα θα τους βρεις.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου