Αν ξέρεις έναν και μόνο πίνακα ζωγραφικής, τότε με βεβαιότητα αυτός είναι η Μόνα Λίζα ή αλλιώς Τζιοκόντα, το διασημότερο έργο ζωγραφικής παγκοσμίως, του Ιταλού καλλιτέχνη της αναγέννησης Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Αυτό όμως που ίσως να μη γνωρίζεις, είναι ότι ο πίνακας αυτός που τώρα φυλάσσεται καλύτερα κι από χρυσό, κάποτε είχε κλαπεί από το μουσείου του Λούβρου. Θα μεταφερθούμε πίσω στο 1911 και συγκεκριμένα στις 21 Αυγούστου όπου ένας εργαζόμενος του μουσείου ονόματι Vincenzo Peruggia, με καταγωγή από την Ιταλία, αποφασίζει να κλέψει τον διάσημο πίνακα από τη μεγαλύτερη αίθουσα του μουσείου- Salle des Etats-, όπου δέσποζε μέσα σε ένα προστατευτικό πλαίσιο. Πώς όμως κατάφερε να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς;
Ο Peruggia ήταν εργάτης του μουσείου κι επισκεύαζε τα γυάλινα πλαίσια που έμπαιναν ως προστατευτικά για τους πίνακες, γεγονός το οποίο τον διευκόλυνε να έχει πρόσβαση σε όλα τα εκθέματα. Μια εκδοχή αναφέρει ότι ο Peruggia είχε συνεργούς δύο αδέρφια, τον Vincenzo και Michele Lancelotti, οι οποίοι κρύφτηκαν από την προηγούμενη μέρα σε μια ντουλάπα ασφαλείας περιμένοντας μέχρι να κλείσει η γκαλερί κι έπειτα βοήθησαν ώστε να αφαιρεθεί το γυάλινο περίβλημα και το πλαίσιο του πίνακα. Μόλις η γκαλερί άνοιξε, τον έβγαλαν λαθραία τυλιγμένο σε μια κουβέρτα.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Peruggia στην ομολογία του ανέφερε ότι μπήκε στο Λούβρο την ίδια μέρα, φορώντας μια λευκή ρόμπα που έβαζαν οι εργαζόμενοι του μουσείου, ώστε να περάσει απαρατήρητος και κατέβασε τον πίνακα, μεταφέροντάς τον στη σκάλα υπηρεσίας, όπου αφαίρεσε την προστατευτική θήκη και το πλαίσιο. Ύστερα τύλιξε στη ρόμπα του τον πίνακα, τον έβαλε κάτω από το μπράτσο του και βγήκε ανενόχλητος από το μουσείο. Να σημειωθεί ότι οι διαστάσεις του πίνακα δεν είναι πολύ μεγάλες (77 εκ. x 53 εκ.) επομένως, του ήταν εύκολο να μην προδοθεί.
Οι υπάλληλοι του μουσείου δεν είχαν αντιληφθεί ότι ο πίνακας έλειπε μέχρι που ένας επισκέπτης που είχε πάει να τον δει αντίκρισε έναν άδειο τοίχο και τους ειδοποίησε. Αρχικά, νόμιζαν ότι ο πίνακας απλώς είχε κατέβει για να φωτογραφηθεί για την απογραφή, όμως ο φωτογράφος του μουσείου κατέρριψε αυτή την εκδοχή κι έτσι ξεκίνησε έρευνα για την ανεύρεσή του. Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, των ερευνών θεωρήθηκαν ύποπτοι ο συγγραφέας Guillaume Apollinaire και ο Pablo Picasso, πιστεύοντας ότι κρύβονταν πίσω από τη ληστεία, καθώς εκείνη την εποχή αποτελούσε συχνό φαινόμενο η κλοπή καλλιτεχνικών αντικειμένων από γνώστες της τέχνης. Χρειάστηκε να περάσουν δύο ολόκληρα χρόνια μέχρι να γίνει η σύλληψη του Peruggia από την αστυνομία.
Όλο αυτό το διάστημα, ο πίνακας βρισκόταν στο διαμέρισμά του σε ένα ντουλάπι κάτω από μια σόμπα κι εναλλάξ στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του, όπου είχε φτιάξει έναν ψεύτικο πάτο. Αφορμή για τη σύλληψή του ήταν o έμπορος έργων τέχνης Alfred Geri από τη Φλωρεντία. O Peruggia αποφάσισε να του πουλήσει τον πίνακα έναντι χρηματικού ποσού παριστάνοντας κάποιον άλλο με το ψεύτικο όνομα Leonardo Vincenzo, στέλνοντάς του μια επιστολή που έγραφε «Το κλεμμένο έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι είναι στην κατοχή μου. Φαίνεται ότι ανήκει στην Ιταλία αφού ο ζωγράφος του ήταν Ιταλός». O Geri ειδοποίησε την αστυνομία κι έτσι έστησαν παγίδα στον Peruggia την ώρα που πήγαινε να γίνει η αγοραπωλησία. Έκτοτε, ο πίνακας βρίσκεται στο μουσείου του Λούβρου και παραμένει ένα από τα πιο πολυσυζητημένα έργα παγκοσμίως, λόγω της αινιγματικής έκφρασης του προσώπου της εικονιζόμενης Λίζα ντελ Τζοκόντο.
Ο Peruggia, ωστόσο, υποστήριξε ότι ο λόγος που έκλεψε τον πίνακα ήταν για να τον επιστρέψει στη γενέτειρά του την Ιταλία, από όπου και κρατούσε η σκούφια του. Ο ισχυρισμός του βέβαια δεν ήταν πειστικός, καθώς το βασικό του κίνητρο ήταν να πάρει τα χρήματα από τον Geri. Για πολλούς Ιταλούς, όμως, θεωρήθηκε ηρωική αυτή του η πράξη και μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως ο Δόν Κιχώτης της Ιταλίας, όπως αναφέρει ο R.A Scotti στο βιβλίο του «Vanished Smile- The Mysterious Theft of the Mona Lisa».
Η περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι θυμίζει λίγο τα μυθιστορήματα του Αρσέν Λουπέν, μόνο που ο Peruggia δεν έμεινε ασύλληπτος. Η φυλάκιση του διήρκησε μόνο επτά μήνες, καθώς η υγεία του δεν ήταν καλή κι έτσι επέστρεψε στο Παρίσι, όπου άνοιξε ένα χρωματοπωλείο κι εργάστηκε μέχρι τα τέλος της ζωής του.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου