Ανάμεσα στις κορυφαίες αναζητήσεις των Ελλήνων στην google, βρίσκεται το γνωστό σε όλους μας (και καθόλου περιφρονημένο) «Πώς θα τον/την κάνω να κολλήσει μαζί μου;» . Τίποτα δεν είναι τυχαίο κι εμείς ως λαός φαίνεται πως είμαστε πολύ ρομαντικά, αγαπησιάρικα άτομα, άνθρωποι για σχέση. Δεν τα καταφέρνουμε βέβαια πάντα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, εξακολουθούμε να αγαπάμε δυνατά κι αληθινά, εξακριβωμένα.

Γενικεύοντας, οι άνθρωποι όταν ερωτεύονται αφήνονται και δίνουν στις σχέσεις τους τα πιο όμορφα κομμάτια τους, χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για το τι θα πάρουν πίσω. Αδιαφορώντας για συνέπειες, παραδίδονται άνευ όρων στα συναισθήματά τους και τον άνθρωπο που τους τα εμπνέει. Μέσα, όμως, στη λαχτάρα τους να το ζήσουν απόλυτα, κάνουν και (κάποτε ανεπανόρθωτα) λάθη.

«Ζηλεύω, ζηλεύω εσένα που αγαπάω και λατρεύω» λέει το λαϊκό άσμα και σίγουρα όλοι το έχουμε τραγουδήσει και χορέψει κι όλοι με κάποιον το έχουμε συνδέσει στο μυαλό μας. Ειδικά εσείς, τα ερωτευμενάκια, κάπως δικαιολογείτε τον εαυτό σας με την ένταση της καψούρας και συνήθως εκδηλώνετε λιγάκι παραπάνω την κτητικότητά σας. Η ζήλια, ελεγχόμενα, ίσως φανεί ως και βοηθητική για μια σχέση κάποιες φορές. Στο βαθμό που κάποιος δε μας είναι αδιάφορος ή δεδομένος. Το να μπορείς να θαυμάζεις, ζηλεύοντας λιγάκι τον άνθρωπο που έχεις δίπλα σου, δεν είναι απαραίτητα κακό, αρκεί να μένει εκεί, στα όρια της κολακείας και του θαυμασμού, και να μην ξεπερνάει τα όρια.

Κάποιες φορές, όμως, αυτή η τάση της ζήλιας, υπερβαίνει το μέτρο του επιτρεπτού και προσεγγίζει το αρρωστημένο, γίνεται καταπιεστική, τοξική. Όχι μόνο για το πρόσωπο που έχουμε απέναντί μας, αλλά και για μας τους ίδιους. Η ζήλια είναι σαν ένα κακοσχεδιασμένο τέχνασμα. Το χρησιμοποιούμε, κι ενώ είναι κατά του αντιπάλου μας, καταλήγει να ζημιώνει εμάς τους ίδιους.

Όσο ζηλεύεις, τόσο περισσότερο μεγαλώνεις την αξία του ανθρώπου που έχεις απέναντί σου, καθώς ταυτόχρονα και το κενό ανάμεσά σας. Υποτιμάς τον εαυτό σου όταν αμφιβάλλεις αν ο σύντροφός σου θέλει να μείνει δίπλα σου, χαντακώνεις την αυτοπεποίθησή σου και σε βάζεις μόνος σου σε μια μειονεκτική θέση.

Είναι σαν να απαρνείσαι αυτό που πραγματικά είσαι, σαν να περιορίζεις αυτό που σου αξίζει και να θεωρείς ότι είσαι κατώτερος από αυτόν που έχεις δίπλα σου και λίγος για να θέλει να σε κρατήσει στη ζωή του. Πράγμα που λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο (όταν δεν αντιδράς υπερβολικά)  ευνοϊκά για τον ίδιο, αφού τον κάνει να αισθάνεται αναντικατάστατος και πολύτιμος, τον ανεβάζει ψυχολογικά, ενώ παράλληλα σε θεωρεί δεδομένο και του κάνεις πολύ πιο εύκολο το να σε εκμεταλλευτεί. Να περνάει το δικό του και να σ’ απειλεί με φυγές, για άλλα καλύτερα.

Παράλληλα, η έντονη ζήλια μεταξύ των συντρόφων, όσο κι αν προσπαθεί να μην εκφράζεται, τους επηρεάζει κι ως σύνολο. Τα θεμέλια της σχέσης τρίζουν, καθώς σιγά-σιγά παύει να υπάρχει εμπιστοσύνη ανάμεσά τους. Οι τριβές είναι πολύ συχνότερες κι ίσως και να νοθεύουν όλη αυτή τη μαγεία που υπήρξε στην αρχή ανάμεσα στους ερωτευμένους και τη διεκδίκησή τους.

Η συνεχής καχυποψία του ενός απομακρύνει τον άλλον και πιθανότατα να τον κάνει όντως να ψάξει αλλού όλα αυτά που του λείπουν απ’ τη σχέση στην οποία ήδη βρίσκεται και του στερεί την ελευθερία του. Ακριβώς στο σημείο αυτό, όλες οι υποψίες του ζηλιάρη –που μέχρι πρότινος ήταν απλά τραβηγμένα φανταστικά σενάρια– επιβεβαιώνονται, εξαιτίας του.

Η ζήλια, λοιπόν, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ενδιαφέρον, ούτε κάτι που θα σας κρατήσει κοντά. Ίσα-ίσα, μπορεί με άνεση να σας διαλύσει οριστικά. Άλλωστε, δεν υπάρχει λόγος ζήλιας, αν σκεφτείς ότι εσένα έχει επιλέξει να ‘σαι ο άνθρωπός του. Αν δεν ήθελε, απλά δε θα ‘ταν εδώ, κανείς δε μένει από λύπηση ή με το ζόρι. Μη φοβάσαι και μην τραγικοποιείς τις καταστάσεις. Μόνο η ζωή ξέρει πώς θα μας τα φέρει, οπότε απόλαυσε το τώρα!

 

Συντάκτης: Κλειώ Γεωργαντοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη