«Δεν παίρνεις κανένα φίλο τηλέφωνο, να πάμε καμιά μέρα σε κανένα μπαράκι, να πιούμε κανένα ποτάκι». Εσύ, ως ελληνομαθής, μπορείς κάλλιστα να καταλάβεις μια χαρά τι εννοεί ο ποιητής και τι θέλει να πει με την εν λόγω φράση. Εάν προσπαθήσεις όμως να τη μεταφράσεις σε οποιαδήποτε γλώσσα -από Αγγλικά μέχρι Σουαχίλι-, ο συνομιλητής σου θα σε κοιτάει λες και είσαι εξωγήινος. Θα σκεφτεί –και με το δίκιο του- δε θα πάρω κανένα φίλο τηλέφωνο για να μην πάμε ποτέ σε μπαρ, ούτε θα πιούμε τίποτα. Δε θα έχει κανένα άδικο να σκεφτεί επιπλέον πως τέτοιες μεταφράσεις κάνει μόνο το Google Translate˙ δε βγάζει νόημα όσο κι αν το παιδέψει. Καλώς ήρθες φίλε μου στην ελληνική γλώσσα. Ποιες είναι όμως οι εκφράσεις που χρησιμοποιούμε σε καθημερινή βάση, που όμως δεν έχουν καμία σχέση με την κυριολεκτική τους έννοια;
1.«Κοίτα να δεις»
Ξεκινάμε με το αγαπημένο «κοίτα να δεις», που χρησιμοποιούμε όλοι μας κατά κόρον. Εννοείται πως κοιτάω για να δω. Αν δεν κοιτάξω, πώς θα δω; Από την άλλη, γίνεται να δω χωρίς να κοιτάξω; Αν βέβαια πεις σε κάποιον αγγλόφωνο «look to see» θα σε κοιτάει καλά-καλά, αλλά φως δεν πρόκειται να δει.
2.«Του βγήκε το λάδι»
Όταν κάποιος κουράζεται πολύ, τι λέμε στην Ελλάδα; Μα φυσικά πως «του βγήκε το λάδι». Τι εννοείς ότι του βγήκε το λάδι; Τι είναι; Ελιά που τον πήγαν σε ελαιοτριβείο ή αυτοκίνητο που χάνει λάδια; Και τώρα που το σκέφτομαι, αυτήν τη φράση τη λέμε για κάποιον που δεν πάει και πολύ καλά στα μυαλά του. Τελικά μάλλον είμαστε μηχανές που το χρειαζόμαστε το γράσο μας. Τι; Όχι; Εντάξει εδώ ο συσχετισμός ας πούμε ότι είναι αρκετά ξεκάθαρος, αφού μιλάμε για το λάδι που για να βγει από τη δόλια την ελιά θέλει προσπάθεια. Είναι νόστιμο όμως, να τα λέμε κι αυτά.
3. «Μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά μου»
Εάν πεις σε κάποιον που δεν κατέχει και πολύ καλά τα ελληνικά τη φράση «μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά μου», πιθανότατα θα σε τρέξει σε ένα γιατρό ή θα πάει να σου αγοράσει ένα μπουκάλι για να διώξει τους ψύλλους. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να πάει το μυαλό του πως εσύ εννοείς πως έχεις αμφιβολίες για κάποιο θέμα. Και πώς να του πάει άλλωστε, αφού ψύλλοι κι αμφιβολίες δεν πάνε πακέτο σε καμία άλλη γλώσσα, πέραν της ελληνικής. Αυτή η φράση έχει Βυζαντινές ρίζες και μάλιστα ήταν η τιμωρία που επέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός σε όσους έπιανε να κρυφακούν, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται τα αυτιά των εχθρών του και να μην έχουν τη δυνατότητα ακοής ξανά. Σκληρό, αλλά πού πας κι εσύ να κρυφακούσεις ολόκληρο αυτοκράτορα;
4. «Του πήρε τον αέρα»
Συνεχίζοντας, δε θα πρέπει να παραλείψουμε την έκφραση «του πήρε τον αέρα». Πού του τον πήγε δηλαδή; Και θα τον φέρει πίσω; Αν όχι, πώς θα ζήσει ο άλλος χωρίς αέρα; Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Να τον φέρει πίσω τώρα. Η φράση σαφώς κι έχει απαρχές από την πολεμική ναυτιλία, όταν ήταν κρίσιμης σημασίας για έναν στόλο να έχουν τον άνεμο με το μέρος τους, άρα και το προβάδισμα. Οπότε έπαιρναν ουσιαστικά τον αέρα του εχθρού, μεταφορικά μιλώντας, καθώς προπορεύονταν.
5. «Κάνει την πάπια»
Και κάπου εκεί, εκείνος που πήρε τον αέρα του από πάνω «κάνει την πάπια». Όχι, δεν κάνει κουάκ-κουάκ, ούτε πλατσουρίζει σε καμιά λίμνη. Άντε τώρα να εξηγήσεις σε κάποιον ξένο πως όσοι «κάνουν την πάπια», απλά το παίζουν αδιάφοροι. Όσο περίεργο κι αν σου ακούγεται η προέλευση της φράσης αυτή κρατάει από πού αλλού, το Βυζάντιο φυσικά, όπου κι αποτελούσε αυλικό αξίωμα, αυτό του Παπία, ο οποίος ήταν ο κλειδοκράτορας του παλατιού και απολάμβανε πολλά προνόμια. Μέχρι που ένας τυπάς χάλασε την πιάτσα με τις κομπίνες του και τα ψέματά του μα όταν ήρθε προ των ευθυνών του δεν παραδέχτηκε τίποτα απολύτως, μάλιστα σχεδόν προσβεβλημένος προσπαθούσε να τα μπαλώσει. Έμεινε λοιπόν για αρκετό καιρό ως το απόλυτο συνώνυμο του ψεύτη και κάθε φορά που κάποιος ψευδόταν του έλεγαν: «Ποιείς τον Παπίαν». Μέχρι που ξεχάστηκε αυτός κι έμεινε η ρετσινιά στο καημένο το ζωντανό.
6. «Κάθεσαι σε αναμμένα κάρβουνα»
Θέλεις να πάμε ένα βήμα παρακάτω, αναλύοντας τις τρελές φράσεις που λέμε στα ελληνικά; Να σε ταλαιπωρήσω λίγο ακόμα; Μήπως «κάθεσαι σε αναμμένα κάρβουνα» μέχρι να σου πω; Καλά κάθεσαι λοιπόν. Όχι, δεν είσαι φακίρης, απλά ανυπομονείς να μάθεις. Ε, κάτσε κι εσύ στα κάρβουνά σου, για να μάθεις.
7. «Έγινε καπνός»
Φυσικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την φράση «έγινε καπνός». Τι έγινε λέει; Πώς το έκανε αυτό; Το μόνο πλάσμα που προσωπικά ξέρω να γίνεται καπνός είναι το Τζίνι στο λυχνάρι του Αλαντίν. Εγώ δεν μπορώ να χάσω τα κιλά που θέλω κι εκείνος έγινε καπνός; Θέλω να μάθω το μυστικό του άμεσα.
8. «τους (βάλε εσύ το κατάλληλο φύλο) έβαλε τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι»
Πόσες φορές δεν έχουμε πει ή δεν έχουμε ακούσει την έκφραση αυτή. Και καλά να μιλάμε για μια κοπέλα με μικρά πατουσάκια που χωράνε άνετα σε ένα παπούτσι νούμερο 45. Αν όμως είναι μεγαλύτερο το πέλμα; Εδώ καμιά φορά μπορεί να τύχει να φορέσεις παπούτσι που σε στενεύει λιγάκι και δεινοπαθείς, πόσο μάλλον να βάλεις και τα δύο σε ένα. Φρίκη. Η φράση αυτή έχει ακόμα πιο φριχτή προέλευση, αφού ήταν η πιο διαδεδομένη τιμωρία επί Βυζαντίου που επιβαλλόταν στους νάνους τους οποίους και είχαν για διασκεδαστές την εποχή εκείνη αλλά τηρούσαν και χρέη κατασκόπων λόγω του μεγέθους τους. Όταν λοιπόν έκαναν καμιά μεγάλη βλακεία, αυτή ήταν η τιμωρία τους.
9. «Κι οι τοίχοι έχουν αυτιά»
Δεν θα μπορούσε αναφορά σε εκφράσεις που τρελαίνουν τους ξένους στη μετάφραση να μην περιλαμβάνει και τη φράση «κι οι τοίχοι έχουν αυτιά». Σιγά μη φοράνε και σκουλαρίκια. Και τι είδους αυτιά είναι αυτά; Ανθρώπινα, σαν της γάτας ή μήπως είναι γαϊδουρινά;
10. «Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε»
Για το τέλος κρατήσαμε μια από τις πιο χιλιοειπωμένες εκφράσεις που λέμε όταν κάτι απρόσμενο μας έρχεται: «Κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε». Όχι, δεν αφήνουμε κάποιο φούρναρη άνεργο ούτε γεμίζουμε με μπάζα τη γειτονιά. Η φράση αυτή βγήκε από την εποχή που κάθε σπίτι είχε το δικό του φούρνο, οπότε αποτελούσε το σήμα κατατεθέν τους. Αν δηλαδή έλεγες «το χωριό μου έχει 50 φούρνους», εννοούσες ότι το χωριό σου έχει 50 σπίτια. Όταν λοιπόν ένας άνθρωπος έφευγε από τη ζωή ή εγκατέλειπε το σπίτι του ως φόρο τιμής, γκρέμιζαν τον φούρνο του σπιτιού του. Κοίτα τώρα να δεις, πώς βγαίνουν οι εκφράσεις καμιά φορά.
Γενικότερα, η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις πιο πλούσιες γλώσσες στο κόσμο, οι Έλληνες έχουμε μεγάλη φαντασία, δεν ήθελε και πολύ πολλές εκφράσεις να έχουν χάσει την κυριολεκτική τους και να τις χρησιμοποιούμε με τελείως διαφορετική. Εμείς όμως βγάζουμε νόημα κι επιπλέον γελάμε πολύ με τις απορίες που δημιουργούνται στους ξένους όταν προσπαθούμε να τους τις μεταφράσουμε. Αλλά, όπως λέει και ο σοφός λαός: «slow the cabbages».
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου