Όταν τελειώσει κάτι που μας έχει πληγώσει, οι περισσότεροι από εμάς, κυρίως με πολύ κόπο και πόνο, προσπαθούμε να μπλοκάρουμε τις σκέψεις, τις αναμνήσεις, τα αισθήματα κι όλα όσα μας είχε προκαλέσει εκείνη η κατάσταση. Είτε μιλάμε για ερωτική απογοήτευση, είτε για κάποιο άσχημο οικογενειακό γεγονός, είτε για μια κακή εμπειρία. Κι έρχεται μια μέρα που περήφανα δηλώνουμε «δε θυμάμαι». Νιώθουμε πως έχουμε καταφέρει να μπλοκάρουμε την άσχημη αυτή στιγμή μας κι αρνούμαστε να την ανασύρουμε από τ’ σκοτεινή κρυψώνα του μυαλού μας που την καταχωνιάσαμε. Πόσο λάθος όμως κάνουμε με αυτή τη δήλωση.
Το «δε θυμάμαι», δυστυχώς, όσο κι αν το προσπαθήσουμε, σε ελάχιστες περιπτώσεις έχει εφαρμογή. Ένα ισχυρό σοκ μπορεί όντως να σε κάνει να μπλοκάρεις οριστικά από τη μνήμη σου το γεγονός, όπως ένα ατύχημα, ή κάποιο συμβάν αντίστοιχου μεγέθους. Υπάρχει μάλιστα και ιατρικός όρος. Είναι η λεγόμενη «μετατραυματική αμνησία». Κατά τη διάρκεια αυτής της μορφής αμνησίας, ο ασθενής όντως δε θυμάται κάποιο γεγονός και τις καταστάσεις που προηγήθηκαν αυτού, συνήθως όμως αρκεί κάτι μικρό για να ξυπνήσει το flash back. Μπορεί μια κίνηση, μια μυρωδιά, ένας ήχος να σε κάνει να θυμηθείς τα πάντα.
Η μετατραυματική αμνησία είναι μια φυσική άμυνα του εγκεφάλου να προστατέψει το σώμα, μιας κι το «θεωρεί» ανέτοιμο να επεξεργαστεί το συμβάν σε ψυχολογικό επίπεδο, οπότε φροντίζει να «κρύψει» πολύ καλά το τι συνέβη μέχρι να κρίνει πως πλέον το άτομο είναι σε θέση να το συνειδητοποιήσει και φυσικά να το διαχειριστεί. Σ’ ελάχιστες εξαιρέσεις το άτομο δεν καταφέρνει ολοκληρωτικά να θυμηθεί το περιστατικό. Συνήθως, ύστερα από ένα διάστημα, όλα ή έστω τα περισσότερα επανέρχονται, είτε όπως συνέβησαν είτε διαστρεβλωμένα κi έρχεται αναγκαστικά αντιμέτωπο με το τραύμα που προκάλεσε το μπλοκάρισμα στη μνήμη.
Από την άλλη το «δε σκέφτομαι» έχει μια τελείως διαφορετική πρακτική. Εσύ, από μόνος σου, επιλέγεις να σταματήσεις να σκέφτεσαι, υψώνεις έναν τοίχο ανάμεσα σε σένα και τα γεγονότα. Εκείνα όμως είναι πάντα εκεί και με την παραμικρή σπίθα είναι ικανά να αναζωπυρωθούν και να κάψουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Από μόνος σου αρνείσαι να μπεις στη διαδικασία να σπαταλήσεις έστω κι ελάχιστο από το χρόνο και τη φαιά ουσία σου στο να θυμηθείς κάτι που σε πλήγωσε.
Αρνείσαι ν’ αφήσεις το μυαλό σου ανεξέλεγκτο να τρέξει στα πρόσωπα, τα αισθήματα, τις καταστάσεις, σε όλα ένιωσες τότε. Είναι όμως όλα εκεί, παρόντα και στην πρώτη ευκαιρία είναι ικανά να ξαναβγούν στο φως. Είναι καθαρά λοιπόν στο δικό σου χέρι να σκάψεις μέσα στο μυαλό σου και να κρύψεις όσα δε θέλεις να σκέφτεσαι. Όμως, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, τίποτα δεν μπορεί να μείνει κρυμμένο για πάντα.
Μια ξεκάθαρη διάκριση του «δε σκέφτομαι» και του «δε θυμάμαι» μπορείς να βρεις σε μια εξαιρετική ταινία. Στην «αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού», ύστερα από έναν άσχημο χωρισμό, η Κλεμεντάιν (Κέιτ Γουίνσλετ) πηγαίνει σε μια κλινική ώστε να διαγράψει όλες τις αναμνήσεις που είχε με τον πρώην σύντροφό της Τζόελ (Τζιμ Κάρει). Στη συνέχεια το ίδιο κάνει και ο Τζόελ, το συναίσθημα όμως είναι πιο δυνατό από την οριστική διαγραφή. Ενώ το μυαλό της Κλεμεντάιν όντως δεν έχει καμία ανάμνηση από τον Τζόελ, το δικό του μυαλό απλώς είχε σταματήσει να σκέφτεται. Μόλις όμως το θέλησε, ή για την ακρίβεια, μόλις την συνάντησε τυχαία, όλα βγήκαν ξανά στην επιφάνεια.
Αλήθεια, εσύ, εάν είχες την επιλογή, θα διέγραφες οριστικά από τη μνήμη σου έναν χωρισμό, ένα κακό αφεντικό ή έναν φίλο που δε σου φέρθηκε όπως θα ήθελες; Και πριν απαντήσεις «ναι, φυσικά», αναλογίσου πως αυτό που είσαι σήμερα έχει διαμορφωθεί σε ένα μεγάλος μέρος του από τις παρελθοντικές σου εμπειρίες, οπότε μοιραία κι από αυτά. Είναι απολύτως φυσιολογικό και λογικό να μη θέλεις να θυμάσαι, ειδικά όσο είναι νωπά ακόμα τα γεγονότα, αλλά μέσω αυτών παθαίνεις, μαθαίνεις, ωριμάζεις και φυσικά εξελίσσεσαι.
Δυστυχώς όσο κι αν το θέλουμε, δεν υπάρχει μαγικό κουμπί διαγραφής από τη μνήμη μας, οπότε όσο κι αν το θέλουμε σε κάποιες καταστάσεις να βγάλουμε κάποιον ή κάτι από το κεφάλι μας, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σταματήσουμε να το σκεφτόμαστε. Οι τρόποι είναι τόσο απλοί. Γέμισε την ημέρα σου με κάτι άλλο, άλλαξε παραστάσεις, φίλους, εργασία, ξεκίνα ένα καινούργιο χόμπι, αποφεύγοντας οποιοδήποτε ερέθισμα μπορεί να σε παρασύρει σε εκείνα που δε θέλεις να σκέφτεσαι. Και να δεις πως θα έρθει μια μέρα που όντως δε θα τα σκέφτεσαι. Θα είναι όμως πάντα εκεί, κρυμμένα, έτοιμα ν’ αναδυθούν με την κάθε ευκαιρία που θα τους δοθούν. Το μόνο που μπορείς να ελπίζεις είναι να μην είναι τόσο επώδυνα πλέον.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου