Η αμφιθυμία, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, είναι μια ψυχική κατάσταση στην οποία το ίδιο άτομο έχει την ίδια στιγμή και με διαρκείς εναλλαγές σε πολύ σύντομο διάστημα, τελείως διαφορετικά κι ενίοτε αντικρουόμενα συναισθήματα για ένα άλλο πρόσωπο ή μια κατάσταση που βιώνει εκείνη τη στιγμή στη ζωή του.
Για να το κάνουμε λίγο πιο ξεκάθαρο, φαντάσου κάποιον που από την μια θέλει έναν άλλο άνθρωπο δίπλα του -φίλο, συγγενή, σύντροφο- και την αμέσως επόμενη δε θέλει ούτε να τον βλέπει. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία η συμπεριφορά του δεύτερου προς τον πρώτο. Μπορεί να του φέρεται υπέροχα ή μπορεί να του κάνει και τη ζωή δύσκολη. Τον αμφιθυμικό δεν τον απασχολεί καθόλου αυτό˙ ούτε και είναι και κάτι μπορεί να ελέγξει. Οι εναλλαγές αυτές είναι παντελώς ακούσιες και μη ελεγχόμενες, ειδικά από άτομα που δεν παρακολουθούνται από κάποιον ειδικό.
Η αμφιθυμία έχει τις ρίζες της μέσα στο άτομο το οποίο υποφέρει. Υπάρχει μέσα στο μυαλό του μια διαρκής σύγκρουση του «ποιος είναι» στην πραγματικότητα και «της εικόνας» που εν τέλει παρουσιάζει. Και πιο συγκεκριμένα στο κομμάτι των αναγκών του. Μπορεί προς τα έξω να παρουσιάζει πως έχει «Χ» ανάγκες, μέσα του όμως αναζητάει κάτι τελείως διαφορετικό. Υπάρχει βέβαια μεγάλη πιθανότητα το ίδιο το άτομο να μην έχει καν γνώση περί των πραγματικών του αναγκών και να τις μπλοκάρει εν αγνοία του. Κι εκεί γίνεται ο μεγάλος χαμός.
Τα άτομα που υποφέρουν απ’ αυτήν την κατάσταση συχνά βρίσκονται σε σύγχυση, σε αίσθηση μη πληρότητας και φυσικά νιώθουν πως δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με τίποτα σε συναισθηματικό επίπεδο. Κι είναι λογικό εάν αναλογιστούμε πως εάν δε γνωρίζουν ποια είναι η πραγματική τους ανάγκη, δεν μπορούν και να την καλύψουν.
Όταν βρίσκονται σε μια σχέση που απαιτεί εκ φύσεως συναίσθημα, είτε είναι φιλική είτε ερωτική είτε ακόμα και μεταξύ μελών οικογένειας, οι αμφιθυμικοί νιώθουν πως δεν μπορούν να βιώσουν βαθύτερα συναισθήματα, ούτε και οικειότητα με τον άλλον. Αυτό μοιραία «παγώνει» την όποια εξέλιξη σε κάτι πιο βαθύ κι έτσι το άτομο που υποφέρει από αμφιθυμία νιώθει συνεχώς πως κάτι λείπει από τη σχέση την ίδια αλλά κι από τη ζωή του στο σύνολό της. Ουσιαστικά σαμποτάρουν την ίδια τους τη σχέση.
Από την άλλη πλευρά, το άτομο που συμβιώνει με κάποιον αμφιθυμικό δε γνωρίζει πώς να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση. Όταν το άτομο που έχεις απέναντί σου την μια σου λέει πως σε έχει ανάγκη και την άλλη πως δε θέλει να σε ξαναδεί, ούτε κι εσύ μπορείς να φερθείς με λογική. Στο μυαλό του αμφιθυμικού είναι απόλυτα λογική αυτή η εναλλαγή σκέψεων και συναισθημάτων. Έτσι λοιπόν το μη αμφιθυμικό άτομο νιώθει πως απορρίπτεται χωρίς λόγο κι αιτία, νιώθει «λίγο» και πληγώνεται βαθύτατα από μια τέτοια κατάσταση. Αυτό όμως έχει ξανά αντίκτυπο στο αμφιθυμικό άτομο. Αισθάνεται τύψεις για την όλη κατάσταση κι αυτό επιβαρύνει κι άλλο την ήδη εύθραυστη ψυχική του κατάσταση, με αποτέλεσμα να μπλέκει σε ένα φαύλο κύκλο «θέλω–δε θέλω–τύψεις και θέλω ξανά».
Υπάρχει μια θεωρία που λέει πως τα αμφιθυμικά άτομα έφτασαν σε αυτό το σημείο για να μπλοκάρουν μια πολύ οδυνηρή ανάμνηση που τους συνέβη πιθανότατα κατά την προεφηβική ή εφηβική ηλικία. Μπλοκάροντας αυτήν την ανάμνηση και κατ’ επέκταση τα αισθήματα που αυτή προκάλεσε, νιώθουν πιο ασφαλείς. Ο εγκέφαλος όμως δεν έχει μάθει να ξεχωρίζει ποια ανάμνηση ή ποιο συναίσθημα πρέπει να κρατήσει μακριά, δεν έχει κάποιο φίλτρο γι’ αυτό, οπότε τα μπλοκάρει όλα, θετικά κι αρνητικά, για να κρατήσει ασφαλές το άτομο.
Δεν έχει όμως μόνο αρνητικό αντίκτυπο η αμφιθυμία στη ζωή ενός ατόμου. Συνήθως, σε κοινωνικό κι επαγγελματικό επίπεδο, κάποιος που πάσχει από αυτήν χαρακτηρίζεται ως πολύ δημιουργικό κι εύστροφο άτομο. Ένα άτομο που βιώνει δύο αντικρουόμενα συναισθήματα ταυτόχρονα ή έχει παντελή έλλειψη αυτών, βρίσκει εναλλακτικούς και κυρίως ευφάνταστους τρόπους να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Κατά μια έννοια θα μπορούσαμε να πούμε πως καλείται να μιμηθεί κάποιον ρόλο για να μπορέσει να γίνει αρεστό στον περίγυρό του κι αφού περιτριγυρίζεται από πολλά άτομα, υιοθετεί πολλές και διαφορετικές μορφές κι αυτές βγάζει προς τα έξω. Κάτι σαν χαμαιλέοντας που αλλάζει χρώματα για να προσαρμοστεί στο εκάστοτε περιβάλλον του.
Οι ψυχολόγοι πιστεύουν πως η διαχείριση της αμφιθυμίας είναι μια κατάσταση ψυχικής ωρίμανσης, αυτό όμως δε σημαίνει πως εκείνος που δεν έχει καταφέρει να διαχειριστεί την αμφιθυμία από την οποία πάσχει είναι και ψυχικά ανώριμος. Το αμφιθυμικό άτομο οφείλει να ψάξει πολύ μέσα του για να ανακαλύψει ποιες είναι οι πραγματικές του ανάγκες, κι αφού βρει ποιες είναι, οφείλει, στον εαυτό του και μόνο, να τις φροντίσει με τον καλύτερο τρόπο που μπορεί. Να εκφράσει τα συναισθήματά του προς τους αποδέκτες τους -θετικά κι αρνητικά- για να βγουν από μέσα του όλα εκείνα που το πνίγουν και να αναζητήσει την εσωτερική του ισορροπία.
Όχι, σε καμία περίπτωση δεν είναι εύκολο. Και δύσκολο είναι κι επίπονο και χρονοβόρο. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι περιπτώσεις που αμφιθυμικά άτομα δε βρίσκουν τη λύτρωση που αναζητούν. Ένας ειδικός ψυχολόγος όμως είναι μια πολύ καλή αρχή κι η εσωτερική ενδοσκόπηση το κλειδί για βρεις τη ρίζα κι εν συνεχεία τη λύση του προβλήματος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου