Σου χρωστάω ένα ευχαριστώ που τον άφησες.
Γεια σου. Δεν με ξέρεις και δεν χρειάζεται να με μάθεις κιόλας. Το όνομά μου δεν έχει καμία σημασία, αφού στο μυαλό σου θα κατοχυρωθώ ως «αυτή». Τι εννοείς «ποια αυτή;»; Α, ναι, ξέχασα, προς το παρόν δεν έχω καμιά σημασία για σένα, μιας και δεν έχει ούτε εκείνος. Αργότερα μόνο θα καταλάβεις. Λυπάμαι που στο χαλάω, αλλά τότε θα είναι αργά. Θα έχεις χάσει το τρένο κι ο μοναδικός επιβάτης του θα είμαι εγώ.
Δεν έχω σκοπό να σου φάω το χρόνο. Ήθελα απλώς να σε γνωρίσω, να σε δω από κοντά και να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ. Για ποιο πράγμα θα με ρωτήσεις. Το βλέπω στο βλέμμα σου και δεν θα έχεις άδικο. Δεν με ξέρεις, δεν με έχεις ξαναδεί ποτέ στη ζωή σου, για την ακρίβεια με κοιτάς λες κατέβηκα από τον Άρη κι εγώ ισχυρίζομαι πως σου χρωστάω ένα ευχαριστώ. Όχι, δεν είμαι τρελή. Αν δεν βιαζόσουν να βγάλεις τα συμπεράσματά σου πριν με ακούσεις, θα καταλάβαινες. Να, αυτό ήταν και το πρόβλημα σου με εκείνον. Τον κατέταξες στους αδιάφορους πριν τον γνωρίσεις και δεν του έδωσες μια ευκαιρία να ακούσεις τι διαφορετικό είχε να σου πει. Αν βέβαια τον άκουγες, αν του αφιέρωνες μια στιγμή μονάχα, τότε εγώ δεν θα βρισκόμουν εδώ. Και γι’ αυτό σου χρωστάω ευγνωμοσύνη.
Σε ευχαριστώ που δεν μπόρεσες να κοιτάξεις μέσα στην ψυχή του και να δεις πως είναι γεμάτη αγάπη. Το μόνο που ήθελε ήταν να σε κάνει ευτυχισμένη, γιατί και μόνο το χαμόγελό σου τού έφτανε για να είναι κι εκείνος ευτυχισμένος. Κι ένας ευτυχισμένος άντρας είναι ικανός για τα πάντα. Ακόμα και το φεγγάρι θα σου έφερνε, αρκεί να το ζητούσες. Εσύ όμως, όχι μόνο δεν το ζήτησες, αλλά έπαιξες μαζί του. Τον είδες σαν παιχνιδάκι σου κι είπες να περάσεις την ώρα σου.
Δεν έδωσες δεκάρα για όσα απλόχερα σου προσέφερε, παρά μόνο ζητούσες κι άλλα. Να σε φροντίζει, να σε πηγαίνει σε όμορφα μέρη, να γίνει το προσωπικό σου ταξί. Να είναι εκεί όποτε τον χρειαζόσουν, χωρίς όμως να παίρνει τίποτα από σένα ως αντάλλαγμα. Του αρκούσε να χαμογελάς. Και δεν ζήτησε και τίποτα από σένα. Δεν θέλω καν να σκέφτομαι πώς αναφερόσουν για εκείνον στις παρέες σου. Δεν του αξίζει αυτός ο χαρακτηρισμός και το ξέρεις˙ είτε το παραδεχτείς ποτέ είτε όχι. Για μένα δεν έχει καμία διαφορά. Για εκείνον όμως δεν αξίζει.
Τον πλήγωσες, τον πόνεσες όσο τίποτα δεν τον είχε πονέσει. Κι ύστερα ήρθα εγώ στην ζωή του. Έχει τύχει να δεις ποτέ σου αδέσποτο στο δρόμο που να έχει φάει ξύλο; Έτσι ήταν κι εκείνος όταν τον γνώρισα. Ένα κουτάβι με θλιμμένα μάτια που έτρεμε ακόμα και την σκιά του, αλλά ταυτόχρονα ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο ένα χάδι. Ερχόταν κι έφευγε συνεχώς και με κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα που φώναζε να μην τον πληγώσω. Αρκετά του είχες ήδη κάνει εσύ.
Για μέρες, βδομάδες, ίσως και μήνες ταλαντευόταν ανάμεσα στο να αφεθεί μαζί μου ή να το βάλει στα πόδια, μη θέλοντας να ρισκάρει μια νέα πληγή. Σε κάθε εκδήλωση της δικής μου αγάπης με κοίταζε με καχυποψία. Παρατηρούσε μια μια της κινήσεις μου, τις πράξεις και τα λόγια μου προσπαθώντας να βρει την παγίδα. Έψαχνε να δει επάνω μου κοινά σημεία με εσένα.
Εγώ όμως δεν είμαι εσύ. Εγώ τον κοίταξα στα μάτια κι είδα τι θησαυρούς κρύβουν μέσα τους. Στην αρχή του φάνηκε ξένο και ψεύτικο, ότι κάπου κρύβεται το προσωπικό μου συμφέρον κι ο εγωισμός μου. Στη συνέχεια όμως αφέθηκε να τον παρασύρουν όλα όσα ένιωθε -όσα είχε νιώσει και για σένα κάποτε- κι όταν συνειδητοποίησε πώς είναι να δίνεις και να παίρνεις πίσω, έγινε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο.
Γι’ αυτό λοιπόν σε ευχαριστώ. Με έκανες να κάνω έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Κι αυτό είναι διπλή ευτυχία για μένα. Εσύ μπορείς πλέον να ζήσεις στον δικό σου μικρόκοσμο. Τώρα, εκείνον θα τον προσέχω εγώ.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.