Την πρώτη φορά που μου μίλησαν για ‘σένα, σήκωσα τους ώμους μου αδιάφορα. Ούτε σε ήξερα, αλλά ούτε και καιγόμουν να σε μάθω. Για την ακρίβεια, μου ήσουν τόσο αντιπαθητικός που καταντούσε αστείο. Ποτέ μου δεν πίστευα πως μπορείς να αντιπαθήσεις κάποιον πριν καν τον συναντήσεις, και να που εσύ μου απέδειξες πως γίνεται.
Οι κοινοί μας γνωστοί δεν το έβαλαν κάτω και κανόνισαν την, τάχα, τυχαία συνάντησή μας, σε πείσμα των όσων τους έλεγα, προσπαθώντας να μου αποδείξουν πως έκανα μέγα λάθος που δε σου έδινα μια ευκαιρία. Στα δικά τους μάτια ήσουν το τέλειο για ‘μένα κι εγώ η τρελή που σε απέρριπτα χωρίς μια δικαιολογία -όχι τουλάχιστον φανερή για εκείνους. Πώς, όμως, μπορείς να εξηγήσεις πως το ένστικτό σου σού φωνάζει να μείνεις μακριά από κάποιον που δεν ξέρεις καν. Κι εγώ, γαμώτο, δεν το εμπιστεύτηκα αυτό το ένστικτο, κι έτσι έπεσα στην παγίδα που πάλευα να αποφύγω.
Μόλις άνοιξες την πόρτα και μπήκες στο μαγαζί, κατακτώντας τα πάντα με μια ματιά σου, πάγωσα. Τέτοιο ξιπασμένο κι εγωιστικό βλέμμα δε συναντάς κάθε μέρα. Το καμπανάκι που σημάνει κίνδυνο ούρλιαζε μέσα στο κεφάλι μου κι εγώ έμεινα εκεί, να κουνιέμαι στον ρυθμό του, χωρίς να αντιδράσω, χωρίς να το βάλω στα πόδια και να τρέξω πριν να ‘ναι αργά. Ή, μήπως, ήταν ήδη;
Ήρθες δίπλα μου, μου άπλωσες το χέρι για να πιάσεις το δικό μου, που είχε μείνει μετέωρο, και μου συστήθηκες, αν κι ήξερα πολύ καλά το όνομά σου. Σε έχω ήδη συναντήσει στους χειρότερους εφιάλτες μου. Το όνομά σου: Καταστροφή. Αυτό ακριβώς ήσουν. Μια καταστροφή χωρίς λόγο κι αιτία, χωρίς τέλος.
«Μπλέξαμε» σιγοψιθύρισα, πιο πολύ στον εαυτό μου παρά σε κάποιον άλλο. Ένας αυτάρεσκος, εγωιστής ήσουν και τίποτα περισσότερο, κι αυτό φαινόταν σε κάθε σου κίνηση. Ο τρόπος που μιλούσες, που κρατούσες το τσιγάρο σου, που έπινες το ποτό σου, που κοιτούσες γύρω σου σκανάροντας τα πάντα, λες και τίποτα δεν μπορούσε να σου ξεφύγει. Ούτε φυσικά κι εγώ. Χαμογέλασες και ξεκίνησες το αγαπημένο σου παιχνίδι.
Έδωσες μάχη για να με κατακτήσεις∙ σου βγάζω το καπέλο γι’ αυτό. Δεν ήμουν εύκολη λεία για ‘σένα, αλλά σε κάθε δική μου άρνηση, επέμενες περισσότερο. Κι όσο εσύ επέμενες, τόσο πιο δύσκολο γινόταν για ‘μένα να αποκρούω τις προτάσεις σου. Όχι πως ήμουν κάτι σημαντικό για ‘σένα –ίσως και καμία να μη σου είναι–, αλλά ο εγωισμός σου δε σε άφηνε να με αφήσεις στην ησυχία μου. Το ‘χες βάλει πείσμα να με δεις να γίνομαι χαλί στα πόδια σου.
Έπρεπε να ‘χω μείνει μακριά σου, να ‘χω κόψει κάθε δίοδο να εισχωρήσεις στη ζωή μου. Κι όμως, με τραβούσες όπως η φωτιά την πυγολαμπίδα, χωρίς να μπορώ ή μάλλον χωρίς να θέλω μακριά σου. Έτσι άφησα να με παρασύρει η κατάσταση. Και, όπως το είχα προβλέψει, την πάτησα. Έγινα άλλη μια κατάκτησή σου, άλλη μια απ’ τις πολλές, που ούτε καν θυμάσαι πόσες.
Μόλις με κατέκτησες και πήρα τη θέση μου στο ράφι με τα υπόλοιπα έπαθλά σου, σταμάτησε κι όλο το κυνηγητό. Έχασες πλέον το ενδιαφέρον σου και κίνησες για νέο στόχο. Το γνωστό σου κόλπο. Ούτε που γύρισες να κοιτάξεις τι άφησες πίσω σου. Περίσσευα πλέον απ’ τη ζωή σου κι έπρεπε να απαλλαγείς απ’ την παρουσία μου. Με τη γνωστή πλέον τακτική της εξαφάνισης, όσο απότομα μπήκες στην καθημερινότητά μου, το ίδιο ξαφνικά έφυγες, μέσα σε μια στιγμή. Και μου απέδειξες όλα όσα ήξερα εξαρχής.
Ήσουν όλα όσα δε θέλω, όλα όσα έπρεπε να αποφύγω, όλα όσα έπρεπε να κρατηθώ μακριά τους, κι όμως σε ήθελα και σε θέλω ακόμα όσο τίποτα. Πλέον, όμως, έχω μάθει το παιχνίδι σου. Ξέρω. Δεν ξεγελιέμαι πια. Κι όταν γυρίσεις, γιατί θα επιστρέψεις, όπως ο δολοφόνος στον τόπο του εγκλήματος, εγώ δε θα ‘μαι εκεί.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, θα σε κοιτάξω για πρώτη φορά στα μάτια, στα ίσα, και θα σου πω «Έχασες».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη