Στέκομαι εδώ, μπροστά σου, ξεγυμνωμένη απ’ το παρελθόν μου και σου δείχνω τις πληγές μου. Θέλω να τις γνωρίσεις μία-μία, να τις αγγίξεις, να μάθεις την ιστορία που κρύβουν. Η καθεμία από αυτές είναι ένα μάθημα που διδάχτηκα –με τον άσχημο ίσως τρόπο–, γι’ αυτό κι είναι πολύτιμες. Έλα να στις συστήσω, μη στεναχωρηθείς για ‘μένα, όμως. Άκουσε και θα καταλάβεις.
Να, αυτή ήταν απ’ τον πρώτο μου έρωτα, παιδί ακόμα, άμαθη και πρωτάρα. Εκεί έμπηξε το μαχαίρι όταν –πώς το λέγαμε τότε; α, ναι– μου έριξε τη χυλόπιτα, μέσω τρίτων κιόλας, ούτε καν καταπρόσωπο. Μερόνυχτα έκλαιγα για χάρη του. Ούτε ο πρώτος ήταν ούτε ο τελευταίος. Έχω κλάψει πολύ για τους χαμένους έρωτές μου. Κάθε πληγή ερχόταν με κουβάδες δάκρυα και ξάγρυπνες νύχτες, άπειρα «γιατί» κι «αν». Εκείνος, λοιπόν, ούτε που ήξερε το όνομά μου. Ούτε και πιστεύω ότι το έμαθε μετά. Αυτό ήταν που με πόνεσε περισσότερο νομίζω.
Αυτή εδώ είναι από εκείνον τον έρωτα που έφυγε στο εξωτερικό. Δε γίνεται, είπε, να είμαστε μαζί εξ αποστάσεως. Κι εγώ δε μίλησα. Τι να πω; Πως αν μου το ζητούσε θα πέταγα δυο-τρία ρούχα σε μια βαλίτσα και θα τον ακολουθούσα, χωρίς να με νοιάξει τίποτα άλλο; Πως δε με κράταγε κάτι εδώ; Πως περίμενα μόνο μία του λέξη για να φέρω τούμπα όλη μου τη ζωή για χάρη του; Δεν το είπα -τίποτα απολύτως δεν είπα. Μόνο έκλαψα όταν έφυγε. Ούτε καν μπροστά του δεν τόλμησα. Δεν ξέρω γιατί. Μάλλον γιατί δεν ήθελα ούτε εκείνος να ξέρει τι ένιωθα. Καλύτερα να μην τον πλήγωνα με το να με δει να λυγίζω μπροστά του.
Εκείνη εκεί που κοιτάς είναι απ’ τον άλλο, εκείνον που έφυγε με εκείνη την τύπισσα. Δύο μήνες έμεινε μαζί της συν έναν ακόμα παράλληλα με ‘μένα. Μετά τον παράτησε για τον επόμενο. Ξαναγύρισε σε ‘μένα ο καλός μου. Ήταν, όμως, αργά. Η πληγή δεν επουλώθηκε με μια συγνώμη κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Βρήκε τοίχο και δεν επέμεινε. Ούτε κι ήθελα να επιμείνει. Δεν είχε νόημα πια.
Α, να μία που προκάλεσα εγώ στον εαυτό μου. Πρώτα την έκανα σε εκείνον. Καλό παιδί και μ’ αγαπούσε, αλλά εγώ νόμιζα ότι ήθελα άλλα πράγματα. Τον πλήγωσα πολύ κι όταν κατάλαβα το λάθος μου και γύρισα, βρήκα την πόρτα του κλειστή. Δεν είχε άδικο, εδώ που τα λέμε. Μου άξιζε. Δεν του τη χρέωσα αυτή την πληγή. Μόνη μου έβγαλα τα ματάκια μου. Όταν έμαθα ότι, τελικά, προχώρησε στη ζωή του, χάρηκα. Του άξιζε η κάθε ευτυχία.
Να, ετούτη εδώ η πληγή είναι η πιο βαθιά, τόσο βαθιά που έκανε μήνες, ίσως και χρόνια, να κλείσει. Έτσουζε κι ανάβλυζε απογοήτευση. Εκείνος έκανε τη μεγαλύτερη ζημιά από όσους πέρασαν. Πίστεψα σε αυτόν πολύ, στα λόγια του, στις πράξεις του κι όταν έφυγε έχασα την πίστη μου στον έρωτα. Έπαψα να πιστεύω πια στα θαύματα. Βλέπεις, νόμιζα πως ήταν «ο ένας». Μέχρι που εμφανίστηκες εσύ. Κι όλα άλλαξαν.
Δε θυμώνω σε κανέναν τους. Ούτε κακίες τους κρατώ. Αντιθέτως, τους είμαι ευγνώμων. Γιατί γελάς; Σου φαίνεται παράξενο; Όχι, δεν είναι. Αν ο καθένας από αυτούς δεν είχε περάσει απ’ τη ζωή μου, και κυρίως αν δεν είχε φύγει, εγώ δε θα ‘μουν εδώ μπροστά σου. Ο καθένας από εκείνους έβαλε ένα λιθαράκι γι’ αυτό που είμαι σήμερα∙ με προετοίμασαν για ‘σένα. Μέσα από εκείνους έμαθα να αγαπώ, να δίνω, να προσφέρω, να τρώω τα μούτρα μου, να γονατίζω και στη συνέχεια να σηκώνομαι.
Δε θα είχα μάθει τι μου αρέσει και τι δεν μπορώ με τίποτα να αντέξω. Δε θα είχα μάθει να αναγνωρίζω όσους αξίζουν κι έτσι δε θα εντοπίσει εσένα μέσα στο πλήθος. Δεν υπάρχει λόγος να ζηλεύεις, λοιπόν, το παρελθόν μου. Εκείνο με έστειλε σε ‘σένα. Εσύ, όμως, είσαι το παρόν μου και μόνο αυτό έχει σημασία. Οι πληγές μου έκλεισαν πια κι ατενίζω μαζί σου το μέλλον. Ένα μέλλον χωρίς μαχαίρια.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη