Από τη στιγμή που γεννιόμαστε κι όλο το διάστημα που είμαστε μικρά παιδιά, οι περισσότεροι από εμάς έχουμε την ευλογία να υπάρχει ένας γονέας που μας φροντίζει. Είναι πάντα δίπλα μας, μας ταΐζει, μας αλλάζει τα λερωμένα ρούχα, μας περιποιείται κάθε φορά που αρρωσταίνουμε κι είναι πάντα εκεί να μας κρατήσει το χέρι όποτε το χρειαζόμαστε.
Μεγαλώνοντας, μαθαίνουμε να τι πάει να πει ανεξαρτησία κι αυτάρκεια, όχι σε πνευματικό επίπεδο ή κάνοντας κάποια επανάσταση, αλλά πλέον δε χρειάζεται να μας κρατάει κάποιος το κουτάλι του φαγητού ή να μας κάνει μπάνιο κάθε μέρα, μιας κι αυτές οι ενέργειες είναι από τις πρώτες που ένα παιδί μαθαίνει να κάνει μόνο του από μικρή ηλικία.
Κι έρχεται μια ημέρα, κάποια χρόνια αργότερα, που οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο γονέας, είτε λόγω κάποιου προβλήματος υγείας είτε απλά λόγω ηλικίας, παύει να είναι αυτοεξυπηρετούμενος. Τότε έρχεται η στιγμή που στρέφεται στο παιδί του για βοήθεια. Η βοήθεια αυτή μπορεί να είναι κάτι που δεν επηρεάζει τη ζωή του παιδιού σε μεγάλο βαθμό, όπως για παράδειγμα να ψωνίζει τρόφιμα κι είδη πρώτης ανάγκης ή να αναλάβει να πληρώσει κάποιες υποχρεώσεις που έχει ο γονιός του γιατί ο ίδιος δυσκολεύεται να πάει στην τράπεζα, μπορεί όμως και να φέρνει το παιδί σε τέτοιο σημείο που να το αναγκάζει να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή του για χάρη του αβοήθητου πλέον γονέα και να το οδηγήσει σε μια κατάσταση που τα πάντα έχουν ως κέντρο τους τη φροντίδα του.
Πόσες φορές δεν έχει τύχει να ακούσουμε από κάποιον, ειδικά από τους παλιότερους, τη φράση «ευτυχώς που έκανα παιδιά για να με κοιτάξουν στα γεράματα». Η φράση αυτή κρύβει, όχι με μεγάλη επιτυχία είναι η αλήθεια, έναν μεγάλο εγωισμό και μια βεβαιόητα ότι είναι πράξη αγάπης αλλά και υποχρέωσης προς το παιδί του να το κάνει αυτό, όταν εκείνος δε θα είναι πλέον ικανός να τα φέρει βόλτα από μόνος του. Κι αυτός είναι ένας από τους πιο λάθος λόγους για να φέρεις ένα παιδί στον κόσμο.
Επίσης, δεν είναι λίγες οι φορές που ο ίδιος ο γονιός «εκβιάζει» το ίδιο του το σπλάχνο είτε με άσκηση ψυχολογικής πίεσης, χρησιμοποιώντας συχνά πυκνά εκφράσεις του στιλ «εγώ έδωσα τη ζωή μου για να σε μεγαλώσω», «όταν εσύ δεν μπορούσες, εγώ για σένα έκανα τόσα», ή το ακόμα πιο επώδυνο για το παιδί «ξέρεις πόσα θυσίασα εγώ για να τα έχεις όλα;». Με συναισθηματικά παιχνίδια λόγου που πληγώνουν πολύ ένα παιδί, ο γονιός προκαλεί τύψεις στο παιδί του ώστε να το εξαναγκάσει να υποκύψει στην αποκλειστική φροντίδα του.
Υπάρχουν περιπτώσεις, που δυστυχώς δεν είναι λίγες, κατά τις οποίες ένα παιδί αναγκάζεται να φέρει τούμπα τη ζωή του ώστε να μη λείψει τίποτα στον γονιό του, θυσιάζοντας ένα πολύ μεγάλος μέρος της προσωπικής του ζωής. Σίγουρα όταν αγαπάς και νοιάζεσαι κάποιον, ειδικά όταν πρόκειται για τον ιερό δεσμό παιδιού- γονέα, είναι η φυσική σου τάση και ροή το να θέλεις εσύ ο ίδιος να φροντίσεις να είναι πιο άνετος στη ζωή του, πρέπει όμως να ξέρεις ως πού αντέχεις κι ως πού δεν καταλήγει να επισκιάζει και τη δική σου τη ζωή. Προς θεού, δε λέμε πως όταν ο γονέας φτάσει στο σημείο που είναι ανίκανος να αυτοεξυπηρετηθεί, θα πρέπει το παιδί του να τον πετάξει στον Καιάδα. Απλά θα πρέπει η όποια βοήθεια παρέχει το παιδί να προέρχεται από την αγάπη του προς τον γεννήτορά του κι όχι από μια θηλιά που ο δεύτερος πέρασε με το «έτσι θέλω» στον πρώτο.
Κι ακόμα και σε περιπτώσεις που κρίνει πως είναι αναγκαίο, μπορεί το παιδί να ζητήσει εξωτερική βοήθεια είτε από κάποιον άλλο συγγενή, είτε από μια ειδική βοηθό επί πληρωμή, είτε ακόμα κι από κάποια ειδική δομή φιλοξενίας. Το βρίσκεται ο γονιός σου σε έναν οίκο ευγηρίας, δε σημαίνει πως τον «πέταξες», αλλά αντιθέτως είναι μια πράξη αγάπης και προς τον άνθρωπο αυτό, μιας κι εκεί μπορεί να βρει την κατάλληλη επαγγελματική φροντίδα και μια καλή παρέα της ηλικίας του, αλλά και το ίδιο το παιδί έχει την ευκαιρία να συνεχίσει τη ζωή του όπως την είχε δρομολογημένη. Υποχρέωση όμως του παιδιού παραμένει το ενδιαφέρον προς τον γονέα. Δε μεταθέτουμε το βάρος σε κάποιον άλλο κι εμείς ξεχνάμε την ύπαρξή του. Επικοινωνούμε, επισκεπτόμαστε σε κάθε ευκαιρία και φυσικά είμαστε πάντα παρόντες όποτε υπάρχει ανάγκη.
Ευτυχώς στη χώρα μας δεν είναι συχνό το φαινόμενο τα παιδιά να παρατάνε τους γονείς τους στην τύχη τους μόλις μεγαλώσουν λίγο. Η οικογένεια είναι ένας πολύ σοβαρός δεσμός που τιμάται και με το παραπάνω. Αυτός όμως ο δεσμός θα πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην αμοιβαία αγάπη κι όχι σε συμφέροντα, «πρέπει» και υποχρεώσεις που προκαλούν τύψεις. Αλλιώς, δεν είναι δεσμός, είναι μια βαριά σιδερένια μπάλα δεμένη στο πόδι, που ψάχνεις απεγνωσμένα τρόπο να απαλλαγείς απ’ αυτήν. Κι όταν επιτέλους το καταφέρνεις, νιώθεις ανακούφιση. Σε καμία περίπτωση όμως δεν δηλώνει την αγάπη σου.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου