Είσαι με κάποιον ένα Χ χρονικό διάστημα. Ο χρόνος δεν παίζει καμία απολύτως σημασία. Για κάποιους λόγους που αφορούν εσάς τους δύο, αποφασίζετε, είτε από κοινού είτε μόνο ο ένας –κανείς δεν είπε ότι οι χωρισμοί είναι πάντα (ταυτόχρονη) επιθυμία κι επιλογή και των δύο– να συνεχίσετε χώρια τη ζωή σας. Κι εκεί κάπου ξεκινάει το δράμα σας. Όχι, δε μιλάμε για το δράμα του χωρισμού αυτό καθ’ εαυτό, αλλά για το ιατρικό ανακοινωθέν που ενημερώνει τους γύρω σας πως ο ασθενής, η σχέση σας δηλαδή, απεβίωσε. Ζωή σε λόγου μας!
Με το που ξεκινάτε να ενημερώνετε φίλους και γνωστούς πως δεν είσαστε πια μαζί, ακολουθεί ο ίδιος διάλογος, με τις ίδιες λέξεις κι εκφράσεις, με τα ίδια ερωτήματα, και τα ίδια γουρλωμένα μάτια, λες και πρόκειται για σκηνή βγαλμένη κατευθείαν απ’ την ταινία «Η μέρα της Μαρμότας». «Μα, γιατί χωρίσατε; Τι συνέβη; Πες μας». Και καλά να ‘ναι κάποιος δικός σου άνθρωπος, κολλητός, αδερφός, γονέας ή κάτι ανάλογο. Αν και πιθανότατα εκείνοι το ήξεραν από πιο πριν, είχαν τις υποψίες τους, είχαν δει τα σημάδια και λίγο-πολύ το περίμεναν. Το να πρέπει να εξηγήσεις, όμως, τους λόγους που σας οδήγησαν στον χωρισμό στην παλιά σου συμμαθήτρια απ’ το δημοτικό που έχεις να τη δεις μια δεκαετία, στον συνάδερφο απ’ το διπλανό τμήμα, στη θεία απ’ το χωριό που μιλάτε μόνο κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, στον περιπτερά της γειτονιάς σου και στη φουρνάρισσα στη γωνία του γραφείου είναι το λιγότερο τραγικό.
Δε σου φτάνει που έχεις να διαχειριστείς τον πόνο σου, να χωνέψεις τι συνέβη, να κάνεις τον απολογισμό σου, να μάθεις να ζεις χωρίς το ταίρι σου, να ανασυγκροτηθείς και να ξεκινήσεις πάλι απ’ την αρχή, έχεις κι από δίπλα σου τον καθένα να ρωτάει, να επιμένει να μάθει, να λέει την άποψή του, να αναλύει, να προσθέτει τα δικά του συμπεράσματα, να βγάζει τις φιλοσοφίες του, να αγορεύει κιόλας για τον δικό σου χωρισμό, λες και τον αφορά άμεσα.
Όχι, σ’ αυτό το έργο δε θα κόψουν εισιτήριο. Το τι συνέβη ανάμεσα στους δύο σας αφορά αποκλειστικά και μόνο εσάς τους δύο. Δεν πέφτει λόγος σε κανέναν τους, όσο κι αν διαφημίζουν τις καλές προθέσεις τους, κι ας τις έχουν όντως. Γνώμες, υποδείξεις και παρηγοριές περισσεύουν εκεί που δεν τις ζητά κανείς. Εσείς γνωρίζετε καλύτερα απ’ τον καθένα τι συνέβη μεταξύ σας, για τη δική σας ευτυχία πρόκειται και σε κανέναν δεν πέφτει λόγος. Άπλα κι όμορφα.
Το χειρότερο, βέβαια, όλης της ιστορίας είναι ότι –μπροστά σου, τουλάχιστον– θα πάρουν όλοι το δικό σου μέρος, ο άλλος θα βγει φταίχτης, ακόμα κι αν είναι 100% δικό σου το φταίξιμο, θα βγάλουν συμπεράσματα που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα κι η άλλη πλευρά θα καταδικαστεί ερήμην σε δημόσιο λιθοβολισμό κι απαγχονισμό, χαϊδεύοντάς σου τρυφερά τα αφτάκια -κι ας χρειάζεσαι ένα χαστούκι αλήθειας για να συνέλθεις. Εσύ είσαι το δικό τους το παιδάκι, φιλαράκι, συναδερφάκι, εν ολίγοις εσένα ξέρουν, οπότε είσαι εντελώς στο απυρόβλητο.
Όσο εσύ δε θέλεις να μιλήσεις και να σκεφτείς, εκείνοι θα επιμείνουν να μάθουν, θα σε πιάσουν στο μουρμουρητό, στην γκρίνια, στο παρακαλετό μέχρι να ενδώσεις και να εξηγήσεις. Ή ακόμα χειρότερα θα μιλήσουν με κάποιον πιο κοντινό σου για να μάθουν τι έγινε. Και φυσικά αυτό αποδεικνύει ένα και μόνο πράγμα: Δε νοιάζονται ούτε για ‘σένα ούτε για την ευτυχία σου. Μόνο το κουτσομπολιό τους ενδιαφέρει. Κι ένας χωρισμός ανήκει στα καυτά νέα που πρέπει να μάθουν και μάλιστα άμεσα. Τους γελάσανε, όμως.
Το καλύτερο που ‘χεις να κάνεις είναι να τους το ξεκόψεις. Όχι, δεν είναι εύκολο. Η επιμονή τους θα σου σπάσει τα νεύρα. Πρέπει να ‘σαι απόλυτος και κοφτός. «Χωρίσαμε, δεν είμαστε πια μαζί, δεν έχει σημασία τι έγινε, πάμε για άλλα.» Και σηκώνεσαι και φεύγεις. Θα μιλήσεις όπου εσύ επιθυμείς, όποτε το κρίνεις ότι πρέπει να γίνει, λέγοντας μόνο όσα θέλεις. Κι ούτε θα δεχθείς κριτική από κανέναν τους. Στο κάτω-κάτω της γραφής, μόνο το ζευγάρι γνωρίζει από μέσα τα τεκταινόμενα. Κι όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, που λέει κι ο σοφός λαός.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη