Θα ήθελα να ξυπνήσω ένα πρωί και να μη μου λείπεις. Να ‘χεις πάψει να στοιχειώνεις τον ύπνο μου με αναμνήσεις που μετατρέπονται σε εφιάλτες. Να ανοίξω τα μάτια μου και, αφού δε σε δω δίπλα μου, να μην κοιτάξω μηχανικά το κινητό μου, μήπως μέσα στη νύχτα μ’ είχες θυμηθεί κι είχες στείλει κάτι. Αλλά ακόμα κι αν το κοιτάξω κι εκείνο είναι σιωπηλό, να μη νιώσω, για ακόμα μια φορά, εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι μου. Ούτε να αρχίσω να πλάθω σενάρια σχετικά με το σε ποια αγκαλιά κοιμήθηκες εχτές το βράδυ. Να μη με απασχολήσει καν πού είσαι και τι κάνεις.
Να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι και να κάνω τις γνωστές αυτοματοποιημένες κινήσεις που κάνω κάθε πρωί, να κάνω ντους, να φτιάξω πρωινό, να πλύνω τα δόντια μου και να ετοιμαστώ για το γραφείο, και να μη σκέφτομαι πως την τελευταία φορά που σε είδα στεκόσουν στην πόρτα και με παρατηρούσες να ετοιμάζομαι, με ένα αμυδρό χαμόγελο στα χείλη σου. Ποτέ δεν κατάλαβα τι παρατηρούσες, αλλά μου άρεσε ο τρόπος που με κοίταζες, σαν να εξέταζες τι κάνω, πώς το κάνω και τι φοράω κι ύστερα να το ενέκρινες με ‘κείνο το πνιχτό χαμογελάκι.
Θα ήθελα να φύγω για τη δουλειά μόνη μου, χωρίς να σκεφτώ πως κάποτε σου δήλωνα «Είμαι έτοιμη, φύγαμε». Τώρα πια, ποιος να το ακούσει; Να μη σε περιμένω να φορέσεις το μπουφάν σου και να ψάξεις τα κλειδιά σου, το ρολόι σου και το κινητό σου, που ποτέ δε θυμόσουν πού τα είχες αφήσει. Να κλείσω την πόρτα πίσω μου και να ξεκινήσω με τα πόδια για τη στάση του μετρό, κι όχι για το σημείο που άφηνες συνήθως το αυτοκίνητό σου. Να κατηφορίσω τον δρόμο και, περνώντας απ’ τη γωνία λίγο παρακάτω, να μη σκεφτώ πως εκεί με άφηνες με ένα φιλί, λέγοντάς μου να προσέχω και πως θα μιλήσουμε αργότερα.
Θέλω να ‘ρθει μια μέρα που θα δουλέψω το οχτάωρό μου χωρίς να περάσει απ’ το μυαλό μου η σκέψη σου, το πού να είσαι και τι μπορεί κάνεις εκείνη τη στιγμή, χωρίς το βασανιστικό εκείνο ερωτηματικό του αν, άραγε, κι εγώ περνάω –έστω και φευγαλέα– απ’ το μυαλό σου. Να μη χαλάσει η παρουσία –ή, μάλλον, η απουσία– σου την έμπνευσή μου και την ημέρα μου.
Θα ‘θελα να γυρίσω σπίτι χωρίς να ψιθυρίσω το όνομά σου, χωρίς να ακούσω ένα τραγούδι που να σε θυμίζει ή οτιδήποτε που αφορά εσένα ή παραπέμπει έστω και λίγο. Να μη νομίζω πως ακούω τη φωνή σου πίσω μου ή να μη μου φαίνεται πως σε βλέπω στο πρόσωπο κάθε περαστικού. Ούτε να νομίζω πως μυρίζω το άρωμά σου. Ή, και να το μυρίζω, να μη δώσω σημασία. Πολύς κόσμος, άλλωστε, μπορεί να φοράει το ίδιο άρωμα. Δεν έχεις την αποκλειστικότητα.
Αυτή την αποκλειστικότητα θέλω να χάσεις. Την αποκλειστικότητα του να σκέφτομαι εσένα, να θέλω μόνο εσένα, να ξυπνάω και να κοιμάμαι με εσένα. Αφού εσύ δεν είσαι πια εδώ. Να βγεις απ’ τη σκέψη μου και για πρώτη φορά μετά από καιρό να αναπνεύσω διαφορετικά, ελεύθερα και χωρίς βάρη. Να σταματήσω να περιμένω πάνω απ’ το τηλέφωνο, αφού ποτέ πια δεν αναβοσβήνει το όνομά σου στην οθόνη.
Θα ‘θελα να ζω τη ζωή μου χωρίς τα «γιατί» και τα «αν» και τα «πώς». Να βγεις οριστικά από μέσα μου και να μη σκέφτομαι τι θα μπορούσαμε να είχαμε γίνει εμείς οι δύο. Γιατί το «εμείς» έπαψε να υπάρχει εδώ και καιρό. Ή μπορεί και να μην υπήρξε, τελικά, ποτέ κι όλα αυτά ήταν στο δικό μου μυαλό και μόνο. Μια ουτοπία που εγώ δημιούργησα, χωρίς τη δική σου συμμετοχή.
Θα ‘θελα να έρθει μια ημέρα που εσύ θα είσαι απλά μια ανάμνηση, κλεισμένη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας μου. Εκείνη η μέρα δε θα αργήσει, όμως. Το πήρα απόφαση. Μια μέρα κάποιος θα ρωτήσει για ‘σένα και δε θα ταραχτώ, και τότε θα σκεφτώ πως σε νίκησα. Όταν δε θα σε σκέφτομαι πια. Δε θα σκέφτομαι την επιστροφή σου, αφού δεν υπάρχει επιστροφή. Δε θα υπάρχεις πλέον στη ζωή μου, ούτε καν σαν φάντασμα. Και τότε, όταν θα συνειδητοποιώ πως από καιρό σε αποχαιρέτησα, για μία στιγμή μονάχα, θα μου λείψεις περισσότερο από ποτέ. Και μετά τέλος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη