Συμπλέκτης, φρένο, γκάζι. Ή, μήπως, συμπλέκτης, γκάζι, φρένο; Ωχ, κάτσε μην τα μπερδέψουμε και φάμε κανένα προφυλακτήρα. Ευτυχώς ο δάσκαλος είναι δίπλα και για να προλάβει τα χειρότερα. Θα τα προλάβει, όμως; Άγχος, άγχος, άγχος.
Λογικά, έχεις μόλις κλείσει τα 18, δούλεψες το καλοκαίρι στην ταβέρνα του θείου Μήτσου στο χωριό, μάζεψες κάτι χαρτζιλίκια απ’ τις γιαγιάδες και κάτι θειάδες, συμπλήρωσε κι ο μπαμπάς κάτι ψιλά, και να που βρέθηκες στη σχολή οδηγών, με τα παράβολα, τις ιατρικές βεβαιώσεις και τις φωτογραφίες στο χέρι. Ήρθε η ώρα να βγεις στους δρόμους, όχι όμως στο πίσω κάθισμα, ούτε καν ως συνοδηγός. Ήρθε η ώρα να πιάσεις κι εσύ στα χέρια σου το τιμόνι.
Η εγγραφή έγινε, τα θεωρητικά μαθήματα ξεκίνησαν, μαθαίνεις απ’ έξω κι ανακατωτά τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και, αφού περάσεις τα σήματα, φτάνει η στιγμή να καθίσεις στη θέση του οδηγού. Όλοι σου οι φίλοι, μέρες τώρα, σου στέλνουν τις θετικές τους σκέψεις, σε ρωτάνε πού θα βρίσκεσαι για να μην κυκλοφορήσουν εκεί κοντά και σου αφιερώνουν το «ο Χάρος βγήκε παγανιά». Κάνε φίλους να δεις καλό…
Ολοκληρώνεις τα μαθήματα πρακτικής εξάσκησης, έχεις γίνει εξπέρ σε οπισθογωνίες και δεξιά παρκαρίσματα κι ακούς τη φράση που σου φέρνει τρόμο: «Την άλλη Πέμπτη δίνεις πορεία». Σοκ. «Πώς δίνω πορεία; Τι εννοείς; Δεν μπορώ, έχω πολλά να μάθω ακόμα. Ωραία δεν περνάμε οι δύο μας στο αυτοκίνητο; Πού θα με αφήσεις;» Ο δάσκαλός σου φυσικά γελάει, αλλά έχει φτάσει η ώρα να τελειώσει η εκπαίδευσή σου κι εσύ να γίνεις Σουμάχερ στη θέση του Σουμάχερ.
Απ’ το πρωί εκείνης της ημέρας ιδρώνεις και ξεϊδρώνεις, τα χέρια σου τρέμουν κι η καρδιά σου χτυπάει ταμπούρλο. Άσε που δεν έχεις κοιμηθεί σχεδόν καθόλου το προηγούμενο βράδυ και τις ελάχιστες ώρες που τελικά σε πήρε ο ύπνος έβλεπες πως οι εξεταστές σου ήταν ο Σέβερους Σνέιπ, η διευθύντρια απ’ την «Ματίλντα» κι ο Χάνιμπαλ Λέκτερ. Φρίκη. Η ώρα της εξέτασης φτάνει, μπαίνεις στο αυτοκίνητο, φτιάχνεις το κάθισμά σου, προσαρμόζεις τους καθρέφτες σου, βάζεις τη ζώνη σου και ξεκινάς. Το επόμενο μισάωρο δεν έχεις ιδέα πώς περνάει, αλλά σου φαίνεται πως κράτησε αιώνες, κάνεις το τελευταίο σου παρκάρισμα κι ακούς την τελευταία οδηγία απ’ την κυρία, που όντως μοιάζει λίγο με τον Σνέιπ, να σου λέει να σβήσεις τη μηχανή και να βάλεις το χειρόφρενο. Κι ύστερα ακολουθεί το «συγχαρητήρια, περάσατε». Κι εκεί ξεφυσάς κι ανεβάζεις στο story σου selfie με λεζάντα «Είμαι οδηγάρα και φαίνομαι.»
Περνάνε οι 20 μέρες μέχρι να βγει το δίπλωμα και μόλις παραλάβεις την καρτούλα σου, πηγαίνεις με ένα χαμόγελο ευτυχίας στους γονείς σου να τους δείξεις το νέο σου απόκτημα. Πλέον είσαι και διπλωματούχος οδηγός. Και ξαφνικά εκείνοι κάνουν την κίνηση που σου κόβει για ακόμα μια φορά τα πόδια. Σου δίνουν τα κλειδιά του αυτοκινήτου και σου λένε να τους πας μια βόλτα. Έτσι απλά, σαν να ‘ναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο. Και τώρα τι;
Όπως και να το κάνουμε, οι γονείς μας είναι οι μεγαλύτεροι θαυμαστές μας και ταυτόχρονα οι μεγαλύτεροι κριτές μας. Και το να ‘χεις έναν έμπειρο οδηγό στη θέση του συνοδηγού, και μάλιστα τον ίδιο τον γονιό σου, το μεγαλύτερό σου πρότυπο και τον άνθρωπο που πιθανότατα σε έφερε για πρώτη φορά σε επαφή με το τιμόνι, είναι χίλιες φορές χειρότερο απ’ την εξέταση αυτή καθ’ αυτή. Ξανά η ταχυκαρδία, ξανά ιδρώτας και τρέμουλο. «Ρε πατέρα, είσαι σίγουρος; Μήπως να το αφήσουμε για σήμερα; Πάμε αύριο καλύτερα, ή σε καμιά βδομάδα, ή του χρόνου, δε χανόμαστε. Ασφάλεια ζωής έχεις κάνει;»
Δεν τον πείθεις και να που τελικά τον βλέπεις να κάθεται στη λάθος –στα δικά σου μάτια– θέση, στα δεξιά σου και με ένα καθησυχαστικό χαμόγελο να βάζει ήρεμα τη ζώνη του. Σου έχει εμπιστοσύνη κι αυτό φαίνεται σε κάθε του κίνηση, εσύ όμως τρέμεις σαν το ψάρι. Βάζεις το κλειδί στη μίζα κι αυτό δεν παίρνει μπροστά. Τι έγινε, χάλασε; Μια χαρά είναι το αμάξι, εσύ τρέμεις. Ξαναβάζεις μπροστά, βάζεις ταχύτητα και το αυτοκίνητο σβήνει. Πάμε άλλη μια φορά. Κλειδί, ταχύτητα, συμπλέκτης, γκάζι και το αμάξι μουγκρίζει, αλλά δεν ξεκινάει. Λογικό, αφού δεν έχεις λύσει το χειρόφρενο.
Ο πατέρας σου δίπλα απόλυτα ήρεμος προσπαθεί να σε ηρεμήσει και ‘σένα. Λύνεις το χειρόφρενο, αφήνεις συμπλέκτη και σιγά-σιγά ξεκινάς. Βγαίνεις στον δρόμο, κάνεις μια βόλτα εκεί κοντά στη γειτονιά και το άγχος σου σταδιακά σ’ εγκαταλείπει, όσο αρχίζεις να χαλαρώνεις. Όλα πάνε πολύ καλά. Μικρή σημασία έχει που ακούμπησες ελαφρά τον προφυλακτήρα του μπροστινού όταν πήγες να ξεπαρκάρεις. Φιλάκι για καλή τύχη ήταν. Αφού δεν έγινε ζημιά, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Γυρίζετε σπίτι, παρκάρεις το αυτοκίνητο κι ο πατέρας σου σού δίνει το ελεύθερο να οδηγείς το αυτοκίνητο όποτε το χρειάζεσαι. Πάει κι αυτό, πέρασε και μάλιστα με επιτυχία. Από εδώ και πέρα, οι δρόμοι είναι δικοί σου. Ζώνη ασφαλείας, προσοχή στα στενά και καλά ταξίδια.
Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με την πραγματικότητα, είναι εντελώς συμπτωματική. Ή μήπως όχι;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη