Σε είδα ξανά μετά από καιρό. Μια τυχαία μέρα, σε ένα τυχαίο μέρος, μια τυχαία συνάντηση. Σε ένιωσα πριν καν σε δω. Αισθάνθηκα την παρουσία σου στον χώρο σαν κρύο νερό στη ραχοκοκαλιά μου, σαν φάντασμα. Ύστερα μύρισα το άρωμά σου και προσπάθησα –μάταια– να πείσω τον εαυτό μου πως πολλοί μπορεί να φοράνε το ίδιο. Κι ήρθε η χαριστική βολή όταν άκουσα τη φωνή σου. Όχι, δεν έκανα λάθος. Εσύ ήσουν, τελικά. Κοκάλωσα. Πάγωσα στη θέση μου, ανίκανη να κουνηθώ ή να αναπνεύσω.
Δεν τολμούσα καν να γυρίσω να κοιτάξω πίσω μου. Βρήκα καταφύγιο πίσω από μια κολόνα, μην τυχόν και με δεις, ρίχνοντας κρυφές ματιές προς το μέρος σου. Ήθελα να σε δω χωρίς να με δεις εσύ. Δε θα το άντεχα να ‘ρθεις να μου μιλήσεις. Δε θα ήξερα τι να σου πω, πώς να σου απαντήσω ή να φερθώ. Ούτε όμως και το να μην ερχόσουν προς εμένα, ενώ με είχες δει, και να με αγνοούσες θα το άντεχα. Το κρυφτούλι, όσο παιδιάστικο κι αν ακούγεται, ήταν η σωτήρια λύση.
Γελούσες. Μιλούσες με την παρέα σου και το γέλιο σου έφτανε μέχρι τα αφτιά μου. Δεν ξεχώριζα τι λέγατε, αλλά καταλάβαινα πως πέρναγες καλά. Θυμήθηκα τότε που γελούσες δίπλα μου. Και τότε έσκασαν σαν αναλαμπή όλα. Όλα όσα ήθελα να θάψω και να διαγράψω οριστικά από ‘σένα, ήρθαν ξανά να ρίξουν αλάτι στην πληγή. Εκείνα που ήθελα να αφήσω πίσω μου, να τα ξανά μπροστά μου. Ολοκάθαρα.
Τα γέλια μας στις 4 το πρωί, ξαπλωμένοι στο ίδιο κρεβάτι, τότε που πείραζε ο ένας τον άλλο όπως μόνο δυο ερωτευμένοι αλληλοπειράζονται, ψιθυρίζοντας όλα εκείνα που θέλαμε να εξομολογηθούμε, λες και μας κρυφάκουγαν. Τα ατελείωτα μηνύματά μας μέχρι να ξημερώσει, τα βράδια που περνάγαμε χώρια. Τα πρωινά που ξυπνούσα δίπλα σου, όταν το πρώτο πράγμα που αντίκριζα ήταν το αγουροξυπνημένο σου χαμόγελο. Οι στιγμές μας, λίγες, κλεφτές και πολύτιμες. Όλες μας οι σκηνές πέρασαν από μπροστά μου σαν ταινία. Και δεν ήξερα αν αυτό που έβλεπα ήταν ρομαντική κομεντί ή θρίλερ.
Το αγαπούσα το γέλιο σου. Παιδικό και ξέγνοιαστο αλλά συνάμα αντρικό και γεμάτο αυτοπεποίθηση. Είχες τόσα πράγματα στο κεφάλι σου, κι όμως, είχα έναν τρόπο να σε κάνω να χαλαρώνεις δίπλα μου και να γελάς σαν πιτσιρίκι ένα καλοκαιρινό μεσημέρι. Εσύ μου το είπες αυτό, ένα πρωινό απ’ τα τόσα που είχαμε περάσει μαζί, την ώρα που έφευγες. «Σε ευχαριστώ…», είπες, «…έχεις ένα μαγικό τρόπο να με χαλαρώνεις. Ειδικά τώρα που το ‘χω περισσότερο ανάγκη». Με φίλησες κι έκλεισες την πόρτα πίσω σου.
Λίγο καιρό μετά, η ίδια πόρτα έκλεισε οριστικά. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Ούτε όμως και το αναζήτησα. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Όπως μπήκες στη ζωή μου, αιφνίδια, με τον ίδιο τρόπο βγήκες. Κι έγινες έτσι μια ανάμνηση. Τέρμα τα γέλια στις 4 το πρωί και τα μηνύματα μέχρι να αρχίσει να χαράζει. Τέρμα και τα πρωινά ξυπνήματα δίπλα σου. Και να που τώρα εγώ δεν έχω καμία ανάμειξη στη χαλάρωσή σου. Βασικά, δεν ξέρω καν τι γίνεται στη ζωή σου. Έγινα μια ξένη, άλλη μια φιγούρα κρυμμένη και χαμένη στο πλήθος γύρω σου.
Δε σου μίλησα, τελικά. Κάποια στιγμή σε είδα να απομακρύνεσαι με την παρέα σου. Πρώτα ξεμάκρυνε η μορφή σου, ύστερα ο ήχος της φωνής σου και τέλος έσβησε απ’ την ατμόσφαιρα κι η μυρωδιά σου∙ το τελευταίο αποδεικτικό στοιχείο της παρουσίας σου στον χώρο. Και τότε έσβησε κι ο συναγερμός στο κεφάλι μου.
Πεδίο ελεύθερο. Βγήκα απ’ την κρυψώνα μου κι η παρέα μου αναρωτήθηκε πού είχα χαθεί τόση ώρα. «Είδα ένα φάντασμα» τους απάντησα και το χρώμα στο πρόσωπό μου δεν τους άφησε κανένα περιθώριο αμφιβολίας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη