Το πήρες πλέον απόφαση. Η καθημερινότητα σε έχει κουράσει, το άγχος ξεχειλίζει από παντού, θέλεις να τα παρατήσεις όλα και να σηκωθείς να φύγεις. Ο προορισμός δεν έχει καμία σημασία. Ούτε και χρόνος. Το μόνο που σε νοιάζει είναι να ανοίξεις τα φτερά σου και να πετάξεις, να δεις άλλα μέρη, να γνωρίσεις άλλους ανθρώπους, να αποκτήσεις νέες εμπειρίες, να γεμίσεις τις μπαταρίες σου, οι οποίες είναι σε ανησυχητικά χαμηλά επίπεδα και να ξεφύγεις από την γκρίνια και τη μιζέρια γύρω σου.
Ζητάς την πολυπόθητη άδεια, γυρνάς στο σπίτι, πετάς δύο ρούχα σε μια βαλίτσα, στέλνεις ένα λιτό μήνυμα σε δύο-τρία άτομα «είμαι καλά, αλλά έχω ανάγκη να φύγω για να βρω τον εαυτό μου» και πατάς απενεργοποίηση στο κινητό -κίνηση που ξαφνιάζει τους πάντες και ειδικά εσένα. Κλείνεις το σπίτι, κλείνεις και το μυαλό σου που ουρλιάζει για να σε αποτρέψει από την τρέλα που ετοιμάζεσαι να κάνεις. «Πού πας χωρίς παρέα; Θα σε φάνε οι λύκοι και τα σκυλόψαρα», «δεν μπορείς να τα παρατήσεις όλα και την κάνεις σαν τον κλέφτη, έχεις τόσες υποχρεώσεις», «θα τη στείλεις τη δόλια τη μάνα σου με τις τρέλες σου. Δεν την σκέφτεσαι καθόλου που θα ανησυχεί που θα ‘σαι μωρό ολομόναχο σε ξένα μέρη». Χριστέ μου, πόσο μελό αυτό το μυαλό πια. Ούτε σαπουνόπερα του ’70.
Φεύγεις για το σταθμό. Δεν έχει καν σημασία εάν είναι σταθμός τρένου, λεωφορείων, λιμάνι ή αεροδρόμιο. Η φυγή είναι τόσο ζωτικής σημασίας που δε σε νοιάζει καν πού θα σε βγάλει αυτή σου η απόφαση. Προς στιγμήν σκέφτεσαι εάν όντως είναι σωστή και μήπως τελικά να γυρίσεις πίσω για να προετοιμαστείς λίγο καλύτερα, να οργανωθείς, ίσως να πάρεις και κανέναν άνθρωπο μαζί σου για παρέα σε αυτό το ταξίδι. Μια ύστατη προσπάθεια κάνει το μυαλό να σε επαναφέρει στην πραγματικότητα, με όχι και με τόσο μεγάλη επιτυχία βέβαια. Δεν μπορείς να περιμένεις ούτε άλλη μια μέρα. Σήμερα θα αρχίσουν όλα. Και σήμερα θα τελειώσουν όλα. Αυτά τα δύο πάνε πάντα πακέτο.
Κοιτάς τον πίνακα με τα δρομολόγια. Πότε φεύγει το επόμενο; Ούτε καν σε νοιάζει για πού. Αρκεί να σε πάρει μαζί του κι όταν φτάσεις -όπου είναι να φτάσεις-, θα την βρεις την άκρη. Αρχίζεις να μη φοβάσαι πια. Η φωνή στο κεφάλι σου έχει σωπάσει εδώ κι ώρα. Δεν τολμάει καν να διαφωνήσει μαζί σου. Τρόμαξε κι αυτή από τη φλόγα που καίει μέσα σου. Δεν είναι να τα βάλει άλλο μαζί σου. Ξέρεις πλέον πολύ καλά τι έχεις ανάγκη και κανείς δεν μπορεί να σου αλλάξει γνώμη. Ούτε καν το ίδιο το μυαλό σου. Η ανάσα σου γίνεται πιο ήρεμη, οι παλμοί της καρδιάς χτυπάνε σε πιο χαλαρούς ρυθμούς, στο πρόσωπό σου σχηματίζεται ένα αχνό χαμόγελο, ενώ στα μάτια σου διακρίνεται μια ελπίδα αναζωογόνησης.
Ξεκινώντας ένα ταξίδι για έναν άγνωστο προορισμό, περιμένοντας στο σταθμό, πριν καν ξεκινήσεις την περιπέτειά σου, αναθεωρείς πράγματα, πρόσωπα και καταστάσεις. Πού ήσουν, πού πας, από τι φεύγεις, τι πας να βρεις, ποιος θα σου λείψει και σε ποιον θα λείψεις εσύ, ποιον πας να συναντήσεις, έστω κι εν αγνοία σου, και τι αντίκτυπο θα έχουν όλα αυτά στην μετέπειτα πορεία σου. Κάθε βήμα μπροστά, κάθε μονοπάτι που επιλέγεις, κάθε ταξίδι είναι ένα λιθαράκι στο μωσαϊκό της ζωής σου. Κι εσύ έχεις τη διάθεση αυτό το μωσαϊκό να είναι πολύχρωμο και γεμάτο εικόνες.
Ασυναίσθητα χαμογελάς. Κρατάς στα χέρια σου ένα εισιτήριο που γράφει το όνομά σου, έναν τυχαίο προορισμό και τη σημερινή ημερομηνία. Επιστροφή δεν υπάρχει. Κάποια στιγμή θα βγει ένα εισιτήριο που θα γράφει επίσης το όνομά σου, ως προορισμό θα έχει τη βάση σου, αλλά τίποτα άλλο δε γνωρίζεις ακόμα. Και δε σε νοιάζει κιόλας. Η ημερομηνία είναι ανοιχτή. Και φυσικά δεν μπορεί για κανένα λόγο να θεωρηθεί «επιστροφή». Τίποτα δε θα είναι το ίδιο μόλις γυρίσεις εκεί απ’ όπου ξεκίνησες.
Θα γυρίσεις στο σπίτι με μια βαλίτσα γεμάτη αναμνήσεις, γεύσεις από έναν άλλο κόσμο, πρόσωπα, τοπία κι εμπειρίες που σε δίδαξαν μια νέα ιστορία, που σε άλλαξαν, σε ωρίμασαν, σε έφτασαν σε άλλα επίπεδα. Μπορεί να είσαι κομμάτια από την κούραση και την εξάντληση, αλλά η ψυχή σου είναι τόσο γεμάτη εικόνες και μυρωδιές που δεν πιστεύεις πόσο καλό σου έκανε αυτή η απόδραση από τον εαυτό σου.
Και να θυμάσαι, the best is yet to come…
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.