Θέλω να ‘ρθεις ένα βράδυ. Να ‘ρθεις και να μου πεις πως σου έλειψα, πως δεν αντέχεις χωρίς εμένα. Να ‘ρθεις να μου ζητήσεις συγγνώμη για τον τρόπο που μου φέρθηκες, κι ας ξέρεις πως δε σου κρατάω κακία. Ποτέ δε σου κράτησα. Αφού όποιος αγαπάει, συγχωρεί -εσύ μου το είπες κάποτε αυτό.
Να ‘ρθεις και για πρώτη φορά να μιλήσουμε στα ίσα για όλα όσα μας κρατάνε χώρια. Να μου πεις τα λάθη μου κι εγώ τα δικά σου, να μου δείξεις τις πληγές σου κι εγώ να πάρω βαμβάκι κι οινόπνευμα να στις γιατρέψω. Και σου υπόσχομαι πως σε κάθε πληγή θα αφήσω κι ένα φιλί για να γιάνει πιο γρήγορα.
Θέλω να ‘ρθεις χωρίς τις αποσκευές και τα βάρη του παρελθόντος σου. Να ‘ρθεις σαν να γεννήθηκες την ώρα που μου χτύπησες το κουδούνι, ένα άσπιλο κι αμόλυντο μωρό, έτοιμο να ζήσει και γευτεί τα πάντα. Να ‘ρθεις και να μου συστηθείς απ’ την αρχή, κι ας σε ξέρω τόσο καλά. Ξέρω, όμως, την πλευρά σου που δε με αφήνει να χωρέσω στη ζωή σου. Να ‘ρθεις, λοιπόν, και να μου γνωρίσεις την πλευρά σου που με χρειάζεται δίπλα της.
Θέλω να ‘ρθεις ένα βράδυ σαν τη βροχή και να ξεπλύνεις από πάνω μου όλα τα σημάδια που άφησαν οι πληγές κι οι απογοητεύσεις, όλα τα δάκρυα και τη μαυρίλα που κουβαλάω μέσα μου από τότε που έφυγες. Να γεννηθώ κι εγώ μαζί σου. Και σαν τον φοίνικα να αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες της κι η αγάπη. Μια αγάπη όπως της αξίζει. Όχι τέλεια αλλά με ατέλειες που την κάνουν όμορφη, πραγματική.
Θέλω να ‘ρθεις ένα βράδυ και να ξαπλώσεις δίπλα μου, στο μαξιλάρι σου. Να πάψει να ‘ναι παγωμένο. Παγωμένο όπως και το βλέμμα μου όσο λείπεις. Να ‘ρθεις να μας ζεστάνεις με την παρουσία και το γέλιο σου, κι εμένα κι εκείνο. Να βάλεις το χέρι σου στα μαλλιά μου και να προσπαθήσεις να ηρεμήσεις την άγρια θάλασσα που υπάρχει στο στήθος μου. Μόνο εσύ μπορούσες να την ηρεμήσεις αυτήν την τρικυμία συναισθημάτων. Μόνο ο ήχος της φωνής σου αρκούσε και με ένα μαγικό τρόπο, όσο σκατά κι αν ένιωθα, μόλις την άκουγα, ξαφνικά, έμπαινα σε μια γλυκιά νιρβάνα απόλυτης ηρεμίας. Ποτέ δεν κατάλαβα πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ‘χει τέτοια επίδραση πάνω σε κάποιον άλλο.
Να ‘σαι δίπλα μου, τόσο κοντά που να μπορώ να σε αγγίζω με κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Κι ας μην πούμε τίποτα. Μόνο τα μάτια να μιλάνε και να λένε όλα όσα σκαλώνουν στα χείλη και δε βγαίνουν. Ειδικά τα δικά μου, που έχουν τόσα πολλά να σου πουν που φοβάμαι πως μια ζωή δε θα ‘ναι αρκετή.
Να ‘ρθεις ένα βράδυ και να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου έναν ήρεμο ύπνο, όπως κάποτε. Από τότε έχω να κοιμηθώ γαλήνια. Στριφογυρίζω στο κρεβάτι, ξαπλώνω πότε στη δική μου και πότε στη δική σου πλευρά, ψάχνοντας μια βολική θέση, που δεν την βρίσκω όσο κι αν ψάξω, κι όταν πια με πάρει ο ύπνος, βλέπω μόνο εφιάλτες. Κουράστηκα να ξυπνάω απότομα μέσα στον ιδρώτα και να κοιτάζω το άδειο κρεβάτι.
Θέλω να ‘ρθεις ένα βράδυ που το ξημέρωμά του θα μας βρει μαζί. Να ανοίξω τα μάτια μου και να δω το περίγραμμά σου κάτω απ’ το πάπλωμα. Να ακούσω την ανάσα σου δίπλα στο αφτί μου και να καταλαβαίνω πως ξυπνάς κι εσύ σιγά-σιγά. Να μισανοίγεις τα μάτια σου και με μια βραχνή, αγουροξυπνημένη, φωνή να μου λες την πρώτη, την πιο γλυκιά «καλημέρα» κι έπειτα να μου αφήσεις ένα απαλό φιλί στα χείλη. Κι εγώ να χωθώ στην αγκαλιά σου, να τρίψω τη μύτη μου στο στέρνο σου και να μείνουμε έτσι στην αιωνιότητα.
Μόνο έτσι αυτή η «καλημέρα» θα φέρει, όντως, μια καλή ημέρα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη