Ανάβεις ένα τσιγάρο. Από ‘κείνα που κάθε βδομάδα κόβεις, αλλά στο τέλος καταλήγεις να αγοράζεις πακέτο. Το τελευταίο, όπως λες κάθε φορά, και για μια στιγμή το πιστεύεις κιόλας. Στο ποτήρι δίπλα σου σιγολιώνουν δύο παγάκια από ένα διπλό ουίσκι, που εξαφανίστηκε μονοκοπανιά και σου έκαψε τα σωθικά -δεν κατάφερε, όμως, ούτε στο ελάχιστο να κάψει τις θύμισές σου. Έχεις μόλις γυρίσει σε ένα άδειο, παγωμένο, σπίτι. Ακριβώς όπως είναι κι η ζωή σου τους τελευταίους μήνες. Ούτε καν θυμάσαι πόσοι ακριβώς, εξάλλου, σου φαίνονται αιωνιότητα.
Πώς έγινε έτσι η ζωή σου; Πού έχασες το χαμόγελό σου; Πού πήγαν τα χρώματα, το φως και το οξυγόνο σου; Όλα σκατά τα ‘κανες κι ο μόνος υπεύθυνος είσαι εσύ. Το χειρότερο, βέβαια, είναι πως το ξέρεις. Έχεις γίνει πιο σκληρός από πέτρα, κρυμμένος μέσα σε μια απροσπέλαστη πανοπλία, ίδιος σταυροφόρος που στο πέρασμά του καταστρέφει ό,τι όμορφο συναντήσει και του βάζει φωτιά. Σαν άλλος Νέρωνας απολαμβάνεις να βλέπεις τα πάντα τυλιγμένα στις φλόγες κι εσύ από απόσταση ασφαλείας χαμογελάς, ικανοποιημένος πως για ακόμα μια φορά βγήκες αλώβητος.
Δε φταίνε εκείνοι που περνούν. Αθώα θύματα είναι στη γοητεία σου, που το μόνο που θέλουν είναι να σπάσουν το τσιμεντένιο κουκούλι στο οποίο επέλεξες να ζεις, κι ίσως –αν τα καταφέρουν– να επουλώσουν τις πληγές σου. Το ξέρουν πως κουβαλάς τραύματα. Φαίνεται στα μάτια σου, τις ελάχιστες στιγμές που –εν αγνοία σου– ο πραγματικός σου εαυτός ζητάει βοήθεια για να βγει από αυτή τη φυλακή. Μία στιγμή αδυναμίας, που αν είναι έξυπνος όποιος στέκεται δίπλα σου τη συγκεκριμένη στιγμή και την διακρίνει, καταλαβαίνει πως το λιοντάρι είναι απλά ένα πληγωμένο γατάκι, που το μόνο που χρειάζεται είναι φροντίδα κι αγάπη. Αυτό κρατάει μία στιγμή μονάχα. Κι ύστερα το γατάκι ξαναγίνεται λιοντάρι, κατασπαράζει τη λεία του και προχωράει στα επόμενα.
Το όνομα δεν έχει σημασία. Ούτε η μορφή ή το άρωμα. Είναι απλά άλλος ένας τυχαίος κάποιος στη συλλογή από άχρωμες υπάρξεις, χωρίς απολύτως καμία ουσία, για ‘σένα. Κάποιοι πιθανόν να άξιζαν καλύτερη μεταχείριση και δυο-τρεις να μπορούσαν να σταθούν δίπλα σου ως σύντροφοι, μα εσύ δεν μπήκες καν στον κόπο να κοιτάξεις παραπέρα απ’ το να ικανοποιήσεις τον δικό σου εγωισμό. Ένας μοναχικός καβαλάρης είσαι κι η μόνη σου συντροφιά είναι ο καπνός και το αλκοόλ.
Κι έρχονται στιγμές, όπως απόψε, που τίποτα δεν μπορεί να ηρεμήσει τη φουρτούνα μέσα σου κι αναλογίζεσαι πού χάθηκαν όλα. Η απάντηση είναι εύκολη. Εκείνος ο ένας έκανε τη ζημιά. Εκείνος ο άνθρωπος που ούτε το όνομά του δεν τολμάς να προφέρεις κι αρνείσαι να θυμηθείς τη μορφή του. Μετά από εκείνον έκλεισες και δεν πρόκειται να ανοίξεις ξανά την καρδιά, το μυαλό και τη ζωή σου σε κανέναν. Ούτε το θέλεις ούτε προσπαθείς.
Ανάβεις άλλο ένα τσιγάρο και βάζεις άλλο ένα ουίσκι στο ποτήρι με τα λιωμένα από ώρα παγάκια. Το πίνεις μονορούφι. Παίρνεις το μπουφάν σου απ’ την καρέκλα που άτσαλα το πέταξες και βγαίνεις έξω. Θέλεις αέρα και στο σπίτι νιώθεις να πνίγεσαι. Πηγαίνεις στο κοντινότερο μπαρ. Εκεί ίσως να βρεις το επόμενό σου θύμα, κάτι να σε κάνει να νιώσεις πάλι ζωντανός. Μόλις το βρεις κι εκείνο δείξει να λιώνει για σένα, ο πόνος θα καλμάρει, θα πάρει ξανά τη θέση του η ικανοποίηση της εκδίκησης. Κι ύστερα θα μπει κι αυτή η μορφή στο σωρό με τα χρησιμοποιημένα παιχνίδια σου, που δεν πρόκειται να ξαναπαίξεις πια, και θα βάλεις πλώρη για το επόμενο τρόπαιό σου.
Αισθάνεσαι νικητής; Φυσικά, σε κάθε πληγή που προκαλείς βλέπεις τις δικές σου να ανακουφίζονται μια στάλα. Νιώθεις τύψεις; Ίσως, σε κάποιες μικρές στιγμές αναλαμπής που διαρκούν όσο ένα τσιγάρο στα χείλη σου. Αισθάνεσαι καλά, πλήρης με όλα αυτά; Όχι βέβαια, για κανένα λόγο -κι ούτε πρόκειται. Αλλά το έχεις πάρει πια απόφαση πως την ευτυχία σου την πήρε μαζί του φεύγοντας εκείνο το πρόσωπο. Και δεν υπάρχει επιστροφή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη