Τρέμεις στην ιδέα του απωθημένου, του ανεκπλήρωτου έρωτα, ενώ διψάς και κυνηγάς όσες περισσότερες εμπειρίες, βιάζεσαι να ζήσεις, όποιος κι αν είναι ο ορισμός του «ζω» για εσένα. Φοβάσαι έναν άνθρωπο που θα σε απορρίψει και θα σου μείνει «απωθημένο», φοβάσαι το «λίγο» κάποιου, μα φοβάσαι και το τέλος μιας σχέσης, την απότομη διακοπή χωρίς τη θέλησή σου. Μα στάσου, πάμε απ’ την αρχή. Πώς γίνεται να θέλεις να ζεις και ταυτόχρονα να φοβάσαι να κάνεις οποιοδήποτε βήμα;

Καταλαβαίνεις το παράδοξο του απωθημένου; Όλοι πιστεύουν ότι μπορούν να το αποφύγουν, αν ζήσουν όσα περισσότερα γίνεται, αλλά δε νομίζω κι απ’ την άλλη να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει απορριφθεί με κάποιον τρόπο, κάποια στιγμή στη ζωή του. Μα και γιατί, στην τελική, να το θεωρούμε κατάσταση προς αποφυγήν, κάτι που δεν πρέπει να συμβαίνει, και γιατί να φορτίζουμε τόσο αρνητικά έναν όρο, μία λέξη, για ένα λόγο που τελικά δεν είναι και τόσο παράλογος; Είναι παράλογο ένας άνθρωπος να θέλει να προχωρήσει τη ζωή του χωρίς εσένα ή να μην την περπατήσει γενικά με ‘σένα; Εσύ, δηλαδή, πώς απορρίπτεις αβέρτα;

Δεν μπορούμε, λοιπόν, φυσικά κι εκ των πραγμάτων να ονομάζουμε κάθε άνθρωπο που απέρριψε τα συναισθήματά μας «απωθημένο». Σκέψου λίγο πριν προλάβεις να βαφτίσεις καταστάσεις με ονόματα που έχουν δώσει άλλοι για σένα, με τον τρόπο που σκέφτονται αυτοί. Είναι απωθημένο κάτι που απλά δεν έκατσε, που δε συνέβη; Πόσες περιπτώσεις επιλογών μας περνούν κάθε μέρα απ’ τα χέρια μας και πόσα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν γίνει, που ούτε να τα φανταστούμε μπορούμε; Πόσες διαφορετικές σχέσεις με πόσους ανθρώπους θα μπορούσαμε, πρακτικά αλλά ταυτόχρονα υποθετικά, να ‘χουμε δημιουργήσει;

Άρα απωθημένο εν τέλει δεν είναι απαραίτητα μία ιστορία που δεν έζησες, ούτε πρέπει να δημιουργείς δαίμονες στο μυαλό σου, όταν ένας άνθρωπος δεν ανταποδίδει τα συναισθήματά σου με τον τρόπο που εσύ φανταζόσουν. Σαφώς, δεν το πολυσκοτίζεις, μάλλον αυθόρμητα σου βγαίνει αυτή η πικρία. Μα σκέψου τα δεδομένα σου ξανά κι απλά αφαίρεσε το οποιοδήποτε στοιχείο εγωισμού. Ξέχνα ότι ο άλλος έφταιγε, ότι σου έδωσε δικαίωμα να ελπίζεις, ότι δεν ήταν ειλικρινής απ’ την αρχή, ή ότι δε σου φέρθηκε σωστά στο τέλος. Σκέψου μόνο το δικό σου κομμάτι, εσύ τι έκανες. Προσπάθησες αρκετά;

Αν η απάντηση είναι «όχι», σου δίνω κι επίσημα δίκιο και συμφωνώ μαζί σου, αυτό θα ‘ναι για πάντα ένα απωθημένο στο μυαλό σου, με όλη την πικρή γεύση του, γιατί ξέρεις πως δεν έκανες ό,τι περνούσε απ’ το χέρι σου γι’ αυτό, γιατί δεν προσπάθησες με όλη σου τη δύναμη να δώσεις σ’ αυτόν τον άνθρωπο να καταλάβει την ένταση των συναισθημάτων σου. Μέχρι που ήταν πια αργά για ευκαιρίες κι εξηγήσεις, κι αυτό πάντα τρώει το μέσα σου, καθώς όλους τους άλλους μπορείς να τους κατηγορείς και να τους συγχωρείς, τον εαυτό σου, όμως, όχι.

Αν τώρα η απάντηση ήταν «ναι», αν όντως έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες, αλλάζουν τα πράγματα. Αν έχεις προσπαθήσει για κάτι, αν το έχεις ζήσει κι εξαντλήσει, είτε μόνος σου είτε με τον άλλον, τότε κράτα τον τίτλο του απωθημένου για άλλες καταστάσεις, αυτές που δεν πρόλαβες να δοκιμάσεις, που είχες κι άλλα να δείξεις και να δώσεις.

Δεν είναι απωθημένο σου εκείνος που τον διεκδίκησες μέχρι τέλους, εκείνος που του έδωσες πολλές ευκαιρίες, που ήσουν εκεί και το ήξερε. Γιατί πολύ απλά το προσπάθησες, το κυνήγησες με τον τρόπο σου, περίμενες αρκετά, απλά δεν ήταν να γίνει, απλά ο άλλος δεν ήθελε να γίνει.

Πολλές φορές κλείνουμε τα βλέφαρα σε πράγματα που είναι μπροστά στα μάτια μας κι έτσι πλάθουμε δικαιολογίες για να αισθανθούμε καλύτερα. Μιλάμε για σωστό timing, δίνουμε και ξαναδίνουμε παρατάσεις σε κάποιον, που χαράμισε τον προηγούμενο χρόνο, γιατί νομίζουμε ότι αυτό χρειάζεται, πως ο χρόνος θα αλλάξει μαγικά τις συνθήκες ή τις επιθυμίες. Δεν είναι, όμως, περίεργο, ούτε σπάνιο το να μην ταιριάξουμε με κάποιον, να μη μας βγει κι ο άλλος να τα παρατήσει κάποτε ή να μη θελήσει να το αρχίσει καν. Εμείς απλά μετά απ’ το ρίξιμο της αυλαίας δεν πρέπει να αφήνουμε πια κανένα ανοιχτό παραθυράκι στο μυαλό μας, καμιά εκκρεμότητα, καμία προσδοκία, κανένα ενδεχόμενο, καμία ελπίδα που να μας κάνει να πιστεύουμε στο «κάποτε θα ‘μαστε (ξανά) μαζί».

Είναι λάθος, επίπονο και μάταιο να πιστεύεις διαρκώς πως υπάρχει κάτι λειψό στη ζωή σου που πρέπει να το ολοκληρώσεις, αν εσύ τη δεδομένη στιγμή που σου δόθηκε η ευκαιρία είχες κάνει τα αδύνατα δυνατά για να το ζήσεις. Τζάμπα την ψυχολογία σου χαλάς, και χάνεις χωρίς λόγο ευκαιρίες σε χρόνο ενεστώτα, που θα μπορούσαν να ‘χαν προχωρήσει.

Σε καίνε τα «γιατί» και τα «αν». Μα ούτε θύελλα ούτε πυρκαγιά είναι η επαφή σου μ’ έναν άνθρωπο που του πρόσφερες τον εαυτό σου και δεν πήρες τίποτα. Κι ας νιώθεις αυτήν την κάψα, ίσως να μην είναι καν έρωτας, παρά μόνο εγωισμός και πείσμα, που δε χωνεύει την απόρριψη. Μην κατηγορείς τον άλλο ότι φοβήθηκε, ότι δεν εκτίμησε, ότι δεν άξιζε.

Ξέρω, είναι βολική δικαιολογία τα «απωθημένα». Μας δίνουν ένα πάτημα να μην απομακρυνθούμε και να επιστρέφουμε στο κάλεσμα κάποιου που, συνειδητά, μας απέρριψε, που μπορούσε να μας έχει, αλλά δε μας θέλησε -όχι αρκετά, τουλάχιστον. Μα τα απωθημένα αξίζουν να μας ταλαιπωρούν όταν είναι αμοιβαία, όχι μονόπλευρες εμμονές.

Δεν είναι όλα κι όλοι απωθημένα, δεν μπορούμε να τα ζήσουμε όλα με όλους. Είμαστε για κάποιους, ελάχιστους, ίσως για έναν, άντε, το πολύ δύο. Επένδυσε μόνο σ’ αυτούς.

Συντάκτης: Σοφία Μπουμπάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη