Υπάρχει μια κατηγορία ζευγαριών που την συναντάς αρκετά συχνά γύρω σου, λογικά υπάρχει κάπου στο περιβάλλον σου ή ίσως και ν’ ανήκεις κι εσύ σ’ αυτήν. Είναι εκείνοι οι σύντροφοι που τους περιγράφει ο ορισμός «πάμε πακέτο». Τους ξέρεις. Είναι εκείνοι που ο ένας δεν ξεκολλάει απ’ τον άλλο και πουθενά δε θα τους βρεις χωριστά.
Συνήθισε το μάτι πια να βλέπει αυτούς τους δύο ανθρώπους πάντα και παντού μαζί. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ χωριστά, σαν να μην μπορεί να σταθεί ο ένας χωρίς τον άλλον. Γι’ αυτό και στην πραγματικά σπάνια περίπτωση που δεν κυκλοφορήσουν παρεούλα, θα ‘ναι μεγάλη η έκπληξή σου κι αισθητή η απουσία του, σχεδόν κυριολεκτικού, άλλου μισού. Άραγε, στην τουαλέτα να πηγαίνουν χωριστά;
Απορείς, λοιπόν, –και με το δίκιο σου– αν τύχει να δεις ένα τέτοιο ζευγάρι –που τα κάνει όλα μαζί– να κάνει κάτι ξεχωριστά. Αν, για παράδειγμα, πάει για καφέ ο ένας χωρίς τη συντροφιά του άλλου ή αν έρθει στην παρέα μόνο ο ένας απ’ τους δύο, αυτή η αλλαγή σοκάρει, δεν περνάει απαρατήρητη. Πόσο μάλλον αν μιλάμε για νυχτερινή έξοδο. Χωριστά; Πράγμα ανήκουστο. Μωρέ, μπας και χώρισαν; Λες να μην άντεξαν πια το να ‘ναι ο ένας πάνω στον άλλο; Αλλά όχι, κάτι τέτοιο αποκλείεται, πιο πιθανό είναι να κατέβουν εξωγήινοι στη Γη, παρά να χωρίσουν αυτοί οι δύο.
Ένα τέτοιο ζευγάρι στην παρέα, η αλήθεια είναι ότι αποτελεί συχνά αντικείμενο σχολιασμού και πειραγμάτων, ίσως και κουτσομπολιού. Θα το κρίνουν πολλοί, θα το καταλάβουν λίγοι. Οι πιο αυστηροί κι επικριτικοί απέναντί τους θα ‘ναι συνήθως οι singles από επιλογή, ή μάλλον, οι ορκισμένοι εργένηδες, που απεύχονται μια τέτοια τύχη. Βλέπουν τους άλλους να σφίγγουν τα χέρια κι αισθάνονται να πνίγονται. Το βλέπουν κάτι σαν καταδίκη, σαν ισόβια τιμωρία, κακός μπελάς πάνω απ’ το κεφάλι τους, να ‘χουν έναν άνθρωπο που θα πρέπει να τον παίρνουν μαζί τους όπου πηγαίνουν ή έστω να του δίνουν λογαριασμό; Άπαπα! Αρνούνται να μπουν στη θέση των φίλων τους -ή ίσως απλά ξεχνούν πώς είναι και πώς σε κάνει ο έρωτας.
Στις πιο δεμένες παρέες, εκεί όπου το ειδύλλιο ξεκίνησε από κοινούς φίλους ή που το ταίρι του ενός αγκαλιάστηκε και με το παραπάνω απ’ τα κολλητάρια του άλλου, σαν να γνωριζόντουσαν από πάντα, κανείς δεν τους σχολιάζει. Άντε, κάνα πείραγμα, του στιλ «μας έκλεψες το φιλαράκι μας». Τους βλέπουν καλά και χαίρονται με τη χαρά και τον έρωτά τους.
Αν, όμως, το αμόρε του κολλητού τους είναι κάπως αχώνευτο ή για όποιον λόγο δεν έγινε ιδιαίτερα συμπαθές στην υπόλοιπη παρέα, τότε δεν είναι απίθανο να ξεκινήσουν οι ψίθυροι κι οι κινδυνολογίες, πως το ταίρι του είναι μοχθηρό και προσπαθεί να ξεκόψει το κολλητάρι τους απ’ όλους. Δεν αποκλείεται να κάνουν και σενάρια για μαύρη μαγεία και βουντού ή να υποψιαστούν πως ίσως το φιλαράκι τους έχει πέσει θύμα απαγωγής και δεν μπορεί να μιλήσει, γι’ αυτό δεν έχει δική του βούληση πια. Ρεαλιστικές θεωρίες, πάντα.
Πέρα απ’ την πλάκα και πριν αρχίσεις να κρίνεις ό,τι δεν μπορείς να καταλάβεις, θυμήσου ότι είναι επιλογή τους και πως προφανώς έτσι νιώθουν καλά. Κυρίως, μην ξεχνάς τον παράγοντα «έρωτα», σε όλη την εξαρτητική εξίσωση, που σε κάνει να λειτουργείς διαφορετικά και κυριολεκτικά να κολλάς. Όταν ερωτεύεσαι θέλεις να ‘σαι όσο πιο πολύ γίνεται με τον άλλο. Κάποιοι, λοιπόν, το τολμούν και κάποιοι άλλοι συγκρατιούνται και κρατάνε κάποιες αποστάσεις, για να μην πνίξουν τον άλλον ή να μην πνιγούν οι ίδιοι.
Μπορεί να ‘σαι κι εσύ σε μία τέτοια σχέση ή να ‘χεις υπάρξει στο παρελθόν «αυτοκόλλητος» με κάποιον, που είχες τρελά καψουρευτεί. Κι ας γίνεις σούσουρο, σε νοιάζει; Όχι, γιατί νιώθεις ότι βρήκες τον άνθρωπό σου και δεν τον χορταίνεις όσες στιγμές κι αν μοιραστείτε. Θες να ‘στε όσο πιο πολύ μπορείτε μαζί, γιατί χωριστά κάτι σου λείπει. Γιατί δε γελάς το ίδιο, ούτε περνάς τόσο καλά όταν δεν είστε μαζί. Γιατί τρελαίνεσαι να μην ξέρεις πού είναι και τι κάνει ο άλλος, και, ναι, είναι ανασφαλές όλο αυτό αλλά τουλάχιστον είναι αμοιβαίο. Γι’ αυτό και τις ελάχιστες ώρες που περνάτε χώρια κάνετε τα κινητό σας προέκταση των χεριών σας.
«Και τι πειράζει που στον έρωτα είμαστε εξαρτημένοι ο ένας απ’ τον άλλο;» σκέφτεστε κι οι δύο, και καταλήγετε στο ότι δεν υπάρχει τίποτα λάθος στο να αγαπάει ο ένας τον άλλο υπερβολικά πολύ. Εν τέλει, ο καθένας εκλαμβάνει το «αγαπάω πολύ» αλλιώς και το εφαρμόζει τελείως διαφορετικά.
Δεν υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος για όλους, υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος για τον καθένα χωριστά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη