Η επιδημία του «σχεδόν» καλά κρατεί, γεννιέται, ζει και μεγαλώνει ανάμεσά μας. Το θέμα είναι έχεις τη δύναμη να αποβάλεις ό,τι μένει στο περίπου; Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί είναι πολύ εύκολο να παρασυρθείς και να αφήσεις έναν άνθρωπο μετέωρο στη ζωή σου, διατηρώντας μια κατάσταση ασταθή και μπερδεμένη, που δε μετρά ακριβείς παρουσίες μα ούτε και καθαρές απουσίες, με πόρτες να ανοίγουν και να κλείνουν κι εσένα να κοντεύεις να αρρωστήσεις απ’ το ρεύμα.
Ιδανικά και βολικά θεωρητικά όλοι λέμε πως πρέπει να προσπαθείς να κρατιέσαι στο ύψος της αξιοπρέπειάς σου και των περιστάσεων, να μην αφήνεις κανένα να παίζει με τα συναισθήματά σου και να σε κάνει ό,τι θέλει, κι ότι δεν αξίζει κάποιος που το μόνο που κάνει είναι να πηγαινοέρχεται στη ζωή σου, απ’ τη στιγμή που δε μένει σταθερά εκεί. Ιδανικά, βέβαια, κι εντελώς ουτοπικά συνήθως. Γιατί, στην πραγματικότητα, όσα νιώθεις δεν τα ελέγχεις κι αφήνεις την αδυναμία σου να σε ελέγχει. Αφήνεις τα συναισθήματά σου ελεύθερα, να σε τρώνε και να σε κατευθύνουν -ακόμα κι αν δεν ξέρουν ούτε αυτά πού σε πηγαίνουν, ακόμα κι αν οδηγείστε στον γκρεμό. Βλέπεις, δεν τα κουμαντάρεις εσύ αλλά εκείνα εσένα.
Κι ύστερα θα ρίξεις όλο το φταίξιμο σε εκείνον που έρχεται και φεύγει όποτε θέλει. Μα εσύ δεν άφησες την πόρτα ανοιχτή; Εσύ δεν τον υποδέχεσαι, κάθε φορά, με ανοιχτές αγκάλες σαν να μη συμβαίνει τίποτα; Κι αν εσύ δεν ξεκολλήσεις από αυτή τη λούπα, αν δε βγεις από αυτόν τον φαύλο κύκλο, πώς να αλλάξουν τα πράγματα; Εξάλλου, για τον άλλο είναι όλα άνετα. Αν εμείς στριμωχνόμαστε, πρέπει να κάνουμε κάτι. Γιατί μόνοι μας βάζουμε τον εαυτό μας στις θέσεις που βρισκόμαστε. Μόνοι μας μάς περιορίζουμε στα παλιά ή δίνουμε κι άλλες ευκαιρίες. Κάνε, λοιπόν, τη χάρη στον εαυτό σου να κλείνεις πόρτες και να μην αφήνεις κανέναν να μπει, χωρίς να χτυπήσει το κουδούνι. Κι αν ακόμα το χτυπήσει, κανείς δε σε υποχρεώνει να ανοίξεις αν δεν απολαμβάνεις τη συντροφιά του ή αν την απολαμβάνεις τόσο, ώστε να μην αντέχεις άλλες προσωρινές επισκέψεις, αφού για μόνιμες εγκαταστάσεις ούτε λόγος.
Εστίασε στον εαυτό σου και γίνε αυστηρός θυρωρός της καρδιάς σου γιατί με τους επισκέπτες άκρη δε βγάζεις. Γιατί κάποιος να γυρίζει και να ξαναγυρίζει σε κάτι που εξ αρχής άφησε; Πώς γίνεται να γυρνάς εκεί που έφτυσες -ή μάλλον εκεί που φτύνεις συνεχώς; Τόσο αναποφάσιστος είσαι; Ή μήπως δε βρίσκεις κάτι άλλο για να ασχοληθείς κι επιστρέφεις στα γνώριμα, τα σίγουρα και δεδομένα;
Δεν υπάρχει καμία αγάπη που να δικαιολογεί φυγές κι επιστροφές, γιατί αν αγαπούσες, δε θα άντεχες να φύγεις απ’ την πρώτη φορά που το επιχείρησες. Απλά ακόμα κι αν δεν αγαπάς, γουστάρεις ν’ αγαπιέσαι κι η ασφάλεια της καβάτζας σου θα σε βγάζει πάντα ασπροπρόσωπο, όταν η μοναξιά σου γίνεται ενοχλητική.
Δε μας αρέσουν αυτοί που έρχονται και φεύγουν, που μπερδεύουν τις πόρτες και τα «θέλω» τους. Μας αρέσουν μόνο εκείνοι που ξέρουν γιατί έρχονται κι είναι το ίδιο σίγουροι κι όταν φεύγουν. Μας αρέσουν οι ξεκάθαροι άνθρωποι, οι ξεκάθαρες κουβέντες, οι ξεκάθαρες καταστάσεις. Έρχονται και μας δείχνουν τις προθέσεις τους, όποιες κι αν είναι αυτές, το προσπαθούμε, ή κι όχι, κι ό,τι γίνει. Μπορεί να βγει, μπορεί να μη βγει, το σίγουρο είναι ότι μαζί τους ξέρεις πού πατάς και που βρίσκεσαι. Αντίθετα, πώς να νιώσεις καλά με κάποιον που άλλα λέει κι άλλα κάνει, άλλα σου δείχνει, άλλα εννοεί κι είναι άλλα αντί άλλων γενικά;
Να ‘σαι κι εσύ ένας από αυτούς τους ανθρώπους, τους ξηγημένους, πρώτα με ‘σένα και μετά με τους άλλους. Να ξέρεις γιατί έρχεσαι και να γνωρίζεις γιατί φεύγεις, όταν περνάς την έξοδο. Μην κάνεις εγωιστικά κι ανασφαλή πισωγυρίσματα και μην αδιαφορείς για τα συναισθήματα του ανθρώπου απέναντί σου.
Όλα καλά μ’ αυτούς που έρχονται. Εξίσου και μ’ αυτούς που φεύγουν. Το πρόβλημα είναι εκείνοι που πηγαινοέρχονται κι εμείς που τους κρατάμε την πόρτα ανοιχτή.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη