Όταν βρίσκεις τη χημεία με έναν άνθρωπο, μαγικά πράγματα συμβαίνουν. Ξέρεις, στις χημικές ενώσεις μέχρι κι εκρήξεις μπορεί να δημιουργηθούν στο συνδυασμό των κατάλληλων στοιχείων. Και στους ανθρώπους πάνω-κάτω το ίδιο συμβαίνει, όταν συναντιούνται δύο μπορούν να προκαλέσουν εκρηκτικούς συνδυασμούς. Συνδέονται, λοιπόν, αμέσως κι η σύνδεση είναι τόσο δυνατή κι έντονη που και την νιώθεις και την βλέπεις καθημερινά.
Ανοίγοντας μια συζήτηση, διαπιστώνετε πως σκέφτεστε τα ίδια πράγματα, κι όχι απλά τα σκέφτεστε, αλλά τα λέτε και ταυτόχρονα, και μάλιστα τα εκφράζετε με τον ίδιο τρόπο. Όχι μία και δύο φορές αλλά συνεχώς. Σας ρωτάνε κάτι και δίνετε την ίδια απάντηση. Θέλεις να πάρεις εκείνο το πρόσωπο τηλέφωνο να μιλήσετε, και μέχρι να πιάσεις το κινητό σου, χτυπάει ήδη γιατί σε παίρνει εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό, κι αν πραγματικά εξηγείται, με ενέργειες, με χημεία, με φυσικό ή με μεταφυσικό τρόπο, το μόνο σίγουρο είναι ότι συμβαίνει.
Οι άνθρωποι που βρίσκονται στη ζωή μας, υπάρχουν για κάποιο λόγο, όχι επειδή τυχαία πέρασαν κι είπαν να μείνουν. Αν ήταν έτσι, θα γινόταν ο καθένας φίλος μας και σύντροφός μας. Αυτοί που στέκονται δίπλα μας είναι άτομα που κάτι μας έφερε κοντά και τελικά μας ένωσε. Αυτό το «κάτι», λοιπόν, μπορεί να ‘ναι κοινές εμπειρίες, μπορεί να ‘ναι οι χαρακτήρες μας που μοιάζουν, μπορεί ακόμα να ‘ναι απλά κοινά γούστα. Το θέμα είναι ότι υπάρχει ένα δέσιμο που κάνει αισθητή την παρουσία του σε πολλές στιγμές κι εκφάνσεις της ζωής μας.
Είναι διαφορετική, όμως, η κατηγορία των ανθρώπων που ‘χουμε συνδεθεί εμπειρικά και διαφορετική η κατηγορία των ανθρώπων που μας δένει ο τρόπος που σκεφτόμαστε κι όλα αυτά που είμαστε. Με τους φίλους που μεγαλώσαμε μαζί, με την οικογένειά μας και μ’ έναν έρωτα που κρατά απ’ τα παιδικά ή τα εφηβικά χρόνια μας, περάσαμε σχεδόν όλες τις μεταβάσεις μαζί κι έτσι ωριμάσαμε παρέα, διαμορφώσαμε μαζί τις προσωπικότητές μας. Ξέρουμε κάθε στεναχώρια, χαρά, ντροπή, όλα τα πάνω κι όλα τα κάτω τους και πάντα θα ανατρέχουμε στα παλιά και θα θυμόμαστε όλα όσα μοιραστήκαμε.
Είναι αυτοί που ξέρουν ακριβώς πώς είμαστε, πώς αντιδρούμε και πώς θα σκεφτούμε στην παραμικρή κίνησή μας. Και το ίδιο καλά γνωρίζουμε κι εμείς εκείνους. Ξέρουμε ακριβώς πότε θα χρειαστεί ο ένας τον άλλο κι έχουμε μάθει να λειτουργούμε μαζί, ώστε να καταλήγουμε να απαντάμε και να διαλέγουμε τα ίδια πράγματα. Παραγγέλνουμε το ίδιο πιάτο όταν βγούμε για φαγητό ή ψωνίζουμε το ίδιο ρούχο με το κολλητάρι μας και το ανακαλύπτουμε τυχαία όταν συναντηθούμε.
Με κάποιους άλλους ανθρώπους, όμως, αυτό έρχεται μαγικά κι ανεξήγητα, απ’ την αρχή κιόλας της γνωριμίας. Κάνει «μπαμ» η σύνδεση που έχουμε κι ο ηλεκτρισμός ανάμεσά μας είναι έκδηλος απ’ την πρώτη φορά που θα μιλήσουμε. Επικοινωνούμε με τα μάτια και νιώθουμε σαν να γνωριζόμαστε χρόνια ή από προηγούμενες ζωές. Δεν είναι κι απίθανο, λοιπόν, να γνωρίσεις έναν άνθρωπο που να σας συνδέει τρομακτικά έντονα ο τρόπος που σκέφτεστε, είναι όμως κάτι σπάνιο. Τόσο σπάνιο που φαίνεται πραγματικά μαγικό όταν συμβαίνει.
Οι εγκέφαλοι δεν κάνουν μόνο ένα κλικ, όπως οι καρδιές, αλλά πολλά κλικ ταυτόχρονα, όσα είναι κι αυτά που κουμπώνουν μέσα σας και μεταξύ σας. Είναι το κάτι παραπάνω που όλοι ψάχνουν και δε βρίσκουν. Το να διαφωνείς με τον άλλο, το να μη σκέφτεστε με τον ίδιο τρόπο, να μη συνδέεστε, είναι κάτι που αντικειμενικά βρίσκεις πολύ συχνά κι έχει κι αυτό την ομορφιά του και το γοητευτικό του μυστήριο μεν, αλλά κουράζει τους περισσότερους στη διάρκεια του χρόνου δε. Δεν είναι ότι δε διαφωνείς με τον άνθρωπο που συνδέεσαι εγκεφαλικά μαζί του, κάθε άλλο, αλλά τον κατανοείς και σε κατανοεί σε τέτοιο βαθμό που να εκτιμάτε αμοιβαία όσα σας διαχωρίζουν.
Συνηθισμένο αλλά πάντα εντυπωσιακό φαινόμενο, λοιπόν, να σκεφτόμαστε το ίδιο και να λέμε τα ίδια πράγματα με ορισμένους ανθρώπους που συνδεόμαστε έντονα. Δεν είναι πολλοί. Είναι λίγοι και καλοί. Στον έρωτα ειδικά μπορεί να ‘ναι μόνο ένας. Σίγουρα στο σύνολό τους είναι αυτοί που απ’ τη στιγμή που θα μπουν στη ζωή μας, δε βγαίνουν ποτέ από μέσα μας, ακόμα κι αν δεν είναι πια δίπλα μας. Μεγάλο πράγμα η εγκεφαλική σύνδεση, τελικά.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη