«Όχι»∙ μια λέξη τόσο μικρή, που τόσο συχνά την ακούμε. Κάποιοι τη λέμε πιο εύκολα, κάποιοι πιο δύσκολα , κάποιες φορές την εννοούμε, άλλες πάλι απλά τη λέμε γιατί πρέπει να την πούμε. Πιο πολύ, όμως, πονάει όταν την ακούμε, ειδικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Από συγκεκριμένους ανθρώπους. Σε συγκεκριμένες στιγμές.

Δύσκολο πράγμα να δεχτείς την άρνηση, την απόρριψη κάποιου προς εσένα. Δύσκολο γιατί νιώθεις στο πετσί σου ότι πολλά πράγματα δεν περνάνε απ’ το χέρι σου κι ότι δεν μπορείς πάντα να έχεις τον έλεγχο της ζωής σου. Κάτι που εντοπίζεται σε πολλά θέματα στη ζωή κι ειδικότερα, εδώ, σ’ αυτόν τον έρωτα που δε σου βγήκε όπως τον είχες φανταστεί.

Το «όχι» από έναν έρωτα, από αυτόν τον έναν που σε έριξε στα πατώματα κι ακόμα παρακάτω. Το «όχι» από αυτόν τον έρωτα που σε ταλαιπώρησε, αυτόν που δεν τόλμησες να ξεστομίσεις, αλλά κι από αυτόν που ξεστόμισες, χωρίς ανταπόκριση. Το «όχι» από αυτόν που αγάπησες και στο ανταπέδωσε με τον χειρότερο τρόπο, με την άρνηση να προσπαθήσει όσο προσπάθησες, να αγαπήσει όσο αγάπησες. Το «όχι» του «σε κρατάω στο περίμενε, γιατί ποτέ δεν ξέρεις», το «όχι» που το έντυναν με λίγα «ναι», γιατί ποτέ δεν ήταν ξεκάθαροι.

Δεν μπορούμε να κατηγορούμε αυτά τα «όχι». Αναπνέουν κι αυτά, έχουν υπόσταση, την αλήθεια τους κι άλλες ανάγκες κι επιθυμίες που ψάχνουν να καλύψουν. Το καθένα, άλλωστε, διεκδικεί αυτά που έχει βάλει ψηλά. Τόσο ψηλά όσο έχει θέσει τον πήχη του. Όπως και το δικό σου «όχι», έτσι κι αυτό, κάτι επιθυμεί, κάτι θέλει να κερδίσει.

Τελικά, μας πειράζει πιο πολύ η ειλικρίνεια του «δε σε θέλω, δε με θέλεις, δεν υποφέρω και δεν υποφέρεις» ή οι υπεκφυγές και το κρυφτό πίσω απ’ τις δικαιολογίες που κρύβουν την ανασφάλεια κάποιου να αρνηθεί κάτι που στην ουσία δε θέλει; Στην πρώτη περίπτωση η άρνηση μας σοκάρει, δεν έχουμε το χρόνο να την επεξεργαστούμε και να τη χειριστούμε αναλόγως, αν και τουλάχιστον τα ξεκάθαρα τα παίρνεις απόφαση γρηγορότερα. Στη δεύτερη πάλι περίπτωση είναι αυτό το ντεμί, το μισοψημένο, το μη ξεκάθαρο που έχουμε τόσο χρόνο να το επεξεργαστούμε κι είμαστε σε τόση ετοιμότητα για να το αντιμετωπίσουμε αν έρθει, τόσο, που δεν έρχεται τελικά ποτέ η ώρα να το αντιμετωπίσουμε γιατί κανένας απ’ τους δύο δεν έχει τα κότσια να το κάνει. Μόνο αν πάρουμε απόφαση ότι έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα μείνει και προχωρήσουμε.

Πώς να υπάρχει κανόνας; Όπως και να έχει, «όχι» είναι. Το «ναι» το καταλαβαίνεις απ’ την αρχή. Στην τελική, δεν έχει σημασία πόσο ξεκάθαρο ήταν κι αν ήταν, αλλά από ποιον το νιώσαμε, από ποιον το ακούσαμε. Αυτό είναι το δυσκολότερο. Όσο πιο σημαντικό είναι για μας το πρόσωπο που μας σερβίρει την απόρριψη, τόσο βουνό μας φαίνεται να το προσπεράσουμε και να πάμε παρακάτω.

Μήπως εσύ δεν μπορείς να δεχτείς αυτή την άρνηση κι είσαι αυτός που μπαίνει διαρκώς σε έναν κύκλο μη αποδοχής των επιθυμιών του άλλου; Εκτός, λοιπόν, του να μάθεις να λες «όχι», πρέπει και να μάθεις να αποδέχεσαι την άρνηση των άλλων.

Μάθε να αποφεύγεις να παίζεις το ρόλο του θύματος και να δέχεσαι την επιθυμία των άλλων να αντιστέκονται σε κάτι που δε θεωρούν ότι τους ταιριάζει πλέον ή δεν τους ταίριαζε ανέκαθεν. Εκτός αν σου αρέσει έτσι, αν σου αρέσει να πονάς και να μένεις σε ανεκπλήρωτες καταστάσεις. Εκτός κι αν το δράμα που παίζεις για να βλέπουν οι άλλοι είναι πιο σημαντικό απ’ τη λύτρωσή σου.

 

Συντάκτης: Σοφία Μπουμπάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη