Είναι αλήθεια, ο άνθρωπος έχει ανάγκη το φλερτ και τον έρωτα. Έχει ανάγκη να νιώθει ότι κάπου, κάποιος τον σκέφτεται και καρδιοχτυπά, ότι ανυπομονεί να τον δει. Ιδίως δε, όταν υπάρχει κι ανταπόκριση, τότε οι πεταλούδες στο στομάχι γίνονται αμέτρητες και χτυπάνε τα τοιχώματα με μανία. Σήμερα, το πρώτο πράγμα -συνηθέστερα- που συμβαίνει στην αρχή μιας γνωριμίας είναι η σύνδεση των προφίλ στα social media κι ο καταιγισμός μηνυμάτων, που ξεκινά.
Το να λαμβάνεις ή και να στέλνεις μέσα στη μέρα μηνύματα συνοδευόμενα από καρδούλες και φιλάκια είναι χαριτωμένο, είναι μια ανάπαυλα στην καθημερινή ρουτίνα που μας πνίγει, είναι ένα χρειαζούμενο ξαφνικό χαμόγελο που ομορφαίνει το πρόσωπό μας. Όσο, όμως, περνάνε οι μέρες αρχίζουμε να εξαρτιόμαστε από αυτή τη συνήθεια, κοιτάμε χιλιάδες φορές το κινητό, απογοητευόμαστε όταν η οθόνη δεν ανάβει, όταν οι ειδοποιήσεις αφορούν άσχετα πράγματα. Κι όταν τα μηνύματα ή τα τηλέφωνα από το αντικείμενο του πόθου αργούν, μπαίνουν κι ύπουλες σκέψεις στο μυαλό, όπως «δε με σκέφτεται», «δεν ενδιαφέρεται τι κάνω», «έχει βρει ενδιαφέρον αλλού». Δημιουργούμε σενάρια τρόμου στο κεφάλι μας, πλάθουμε ιστορίες απόρριψης, σκεφτόμαστε ότι πιαστήκαμε κορόιδα. Κι όλα αυτά, επειδή το ρημάδι το μήνυμα δεν έρχεται.
Δημιουργείται μια εξάρτηση παθολογική, μεγαλοποιούμε τη σημασία ενός μηνύματος και το φορτώνουμε με όλο το συναίσθημα του άλλου. Λες και το τι νιώθει ο άλλος μπορεί να χωρέσει σε 5 λεξούλες. Ναι μπορεί αυτές οι λεξούλες να βγαίνουν από την καρδιά του, αλλά η καρδιά του χωράει πολλά περισσότερα. Έχει πολλά πράγματα που μπορεί να στα πει πρόσωπο με πρόσωπο, ενώ θα μυρίζεις το άρωμά του. Τον αδικούμε όταν τον επιφορτίζουμε με την ευθύνη να μας επιβεβαιώνει μέσω μηνυμάτων συνεχώς κι αδιαλείπτως. Και δεν αδικούμε μόνο αυτόν, αδικούμε κι εμάς τους ίδιους που γινόμαστε επαίτες της οθόνης, που η χαρά εξαρτάται από τον ηλεκτρονικό ήχο του κινητού.
Από την άλλη, πέφτουμε και σε μια άλλη λούμπα. Αρχίζουμε και βάζουμε διλήμματα στον εαυτό μας του στυλ «να στείλω ή να μη στείλω;», «αν στείλω πάλι, μήπως νομίζει ότι σέρνομαι;» κι άλλα τέτοια θλιβερά. Λειτουργεί μέσα μας ένας μηχανισμός περίεργος, μας βάζει σε διαδικασίες που δεν μπορούν να εξηγηθούν εύκολα.
Κι αφού, βέβαια, ληφθεί η απόφαση για την αποστολή του μηνύματος, έρχεται η ώρα του κόσκινου. Του κόσκινου από όπου περνάνε όλα όσα θέλουμε να πούμε, μην τυχόν και δώσουμε λάθος εντύπωση. Μας νοιάζει ο άλλος να πιστεύει ότι είμαστε -εκτός από όμορφοι- κι έξυπνοι, μορφωμένοι, με χιούμορ, μ’ ένα επίπεδο και σε καμία περίπτωση απελπισμένοι. Διαλέγουμε το ύφος, τις λέξεις, γράφουμε και σβήνουμε, βάζουμε πολλές τελίτσες στο τέλος του μηνύματος, αφήνοντας υπονοούμενα. Κάπου εδώ μπορεί να πει κανείς «και πού είναι το κακό; Γιατί να μην έχω έννοια για το πότε θα μου στείλει; Γιατί να μην ενδιαφέρομαι για τον τρόπο που θα γράψω το μήνυμα;». Εύλογα.
Προφανώς κι είναι υγιές να μας νοιάζει το πώς μας βλέπει αυτός που μας ενδιαφέρει, ιδίως, όταν τώρα αρχίζει να μας γνωρίζει. Σίγουρα έχει σημασία να ξέρει ότι τον σκεφτόμαστε μέσα στη μέρα και να γνωρίζουμε κι εμείς ότι τον νοιάζει να μας αφιερώσει χρόνο για να πει ένα «γεια σου, τι κάνεις;». Όταν, όμως, το μάτι μας δεν ξεκολλάει από την οθόνη, όταν ο χρόνος που αφιερώνουμε στην παρατήρηση του τηλεφώνου επιδρά αρνητικά στην ψυχολογία μας και μας δημιουργεί άγχη, τότε σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Και δε φταίει ο άλλος γι’ αυτό, αλλά η δική μας ανασφάλεια. Διότι αναγάγουμε το τηλέφωνο σε φορέα ευτυχίας που θα μας αποδείξει την αγάπη του άλλου, αδικώντας κι αυτόν κι εμάς κατάφωρα.
Από την άλλη, όταν δε νιώθεις άνετα να εκφραστείς όπως θες, ακόμα και σ’ ένα μήνυμα, αλλά πρέπει να προσπαθείς, κάνοντας υποθέσεις για το τι μπορεί να συμπεράνει ο άλλος, τότε για ποια οικειότητα μιλάμε; Αν ο άλλος διαβάζει κάτι που δε σου βγαίνει αυθόρμητα, δεν αρχίζει να μαθαίνει εσένα, αλλά κάποιον άλλο που μπορεί και να μην του αρέσει. Κι είναι καλύτερα να σε απορρίπτουν γι’ αυτό που είσαι, παρά να σε αποδέχονται για κάτι που δεν είσαι.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου