Υπάρχουν κάποιοι αστέρες του Χόλιγουντ οι οποίοι, πέρα από το αποδεδειγμένο υποκριτικό τους ταλέντο, διαθέτουν και μια ποιότητα χαρακτήρα που σε μαγνητίζει. Ηθοποιοί που, ξεφεύγοντας από τη λάμψη και την χλιδή των προβολέων των κινηματογραφικών στούντιο που πολύ εύκολα μπορούν να λειτουργήσουν σαν Σειρήνες και να ξεμυαλίσουν, θέτουν μια βάση για το τι σημαίνει να μένεις προσγειωμένος, κάνοντας τεράστια επιτυχία. Ο γοητευτικός ηθοποιός Λίαμ Νίσον αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα σταρ του Χόλιγουντ που κατάλαβε από νωρίς ότι η δόξα δεν είναι αυτό που αξίζει περισσότερο στη ζωή.
O Λίαμ Νίσον γεννήθηκε στις 7 Ιουνίου του 1952 στη περιοχή Ballymena της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι ο μοναδικός γιος της οικογένειας Νίσον, έχοντας 4 αδελφές. Τα παιδιά μεγάλωσαν σε ένα καθολικό περιβάλλον, έχοντας στενή σχέση με την εκκλησία. Η μητέρα της οικογένειας, Katherine, ήταν μαγείρισσα κι ο πατέρας, Bernard,, σχολικός επιστάτης. Ο Λίαμ, δεν ονειρευόταν από μικρός να γίνει ηθοποιός. Ξεκίνησε να εργάζεται από μικρή ηλικία σε διάφορες εργασίες, ενώ υπήρξε οδηγός φορτηγού κι ανυψωτικού μηχανήματος για τη γνωστή ζυθοποιία Guiness. Προσπάθησε, επίσης, να γίνει επαγγελματίας παίκτης του ποδοσφαίρου.
Τελικά, έθεσε ως στόχο να γίνει δάσκαλος και για τον λόγο αυτό εισήχθη στο St. Mary’s Teaching College στο Newcastle για να σπουδάσει. Τότε, όμως, του γεννήθηκε το ενδιαφέρον για την υποκριτική και το 1976 εγγράφηκε στο Lyric Players’ Theater του Μπέλφαστ κάνοντας την πρώτη του θεατρική εμφάνιση στην παράσταση “The Risen People”. Όπως ο ίδιος έχει αναφέρει σε συνέντευξή του, το ενδιαφέρον του για την υποκριτική τέχνη γεννήθηκε από τον ζήλο που έβλεπε στις κινήσεις του ιερέα Ian Paisley κατά τη διάρκεια των εκκλησιαστικών μυστηρίων. Χαρακτηριστικά έχει αναφέρει για τον ιερέα ότι «είχε μια υπέροχη παρουσία. Τον παρακολουθούσα να διαβάζει την Αγία Γραφή κι η ενέργειά του ήταν μαγική. Έκανε θεατρικές κινήσεις κι είχε έντονη αισθαντικότητα». Το 1978, ξεκίνησε να συνεργάζεται με το Abbey Theater του Δουβλίνο υποδυόμενος ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου.
Εκεί ήταν που τον ανακάλυψε ο σκηνοθέτης John Boorman κι από τη δεκαετία του 1980 κι έκτοτε, η επαγγελματική εξέλιξη του Λίαμ Νίσον υπήρξε αξιοθαύμαστη. Άρχισε να συμμετάσχει σε διάφορες τηλεοπτικές παραγωγές της Μεγάλης Βρετανίας και στο τέλος της δεκαετίας του 1980 μετοίκησε στις Η.Π.Α. για να εξελίξει την κινηματογραφική του καριέρα. Η πρώτη σημαντική κινηματογραφική παρουσία του ήταν το 1993 στην ταινία «Η λίστα του Σίντλερ» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, που του χάρισε την υποψηφιότητα για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου και μια για τη Χρυσή Σφαίρα. Ο Νίσον επελέγη για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία αυτή, έχοντας ως ανταγωνιστές τον Κέβιν Κόστνερ, τον Μελ Γκίμπσον και τον Γουόρεν Μπίτι. Τα επόμενα χρόνια, συμμετείχε σε αρκετές ακόμα κινηματογραφικές παραγωγές, όπως «Ο Πόλεμος των Άστρων», «Μπάτμαν» και «Το Χρονικό της Νάρνια». Επίσης, είναι ο βασικός πρωταγωνιστής στη σειρά ταινιών δράσης «Η Αρπαγή».
Ενώ η επαγγελματική του πορεία εξελίχθηκε ομαλά, ο Λίαμ Νίσον κλήθηκε πολύ νωρίς να έρθει αντιμέτωπος με μια σημαντική απώλεια που σημάδεψε όλη τη μετέπειτα ζωή του. Το 1994, παντρεύτηκε την επίσης ηθοποιό Νατάσα Ρίτσαρντσον, κόρη της θρυλικής Βανέσα Ρεντγκρέιβ, με την οποία απέκτησαν δύο γιους. Η αγάπη τους ήταν βαθιά κι ο Λίαμ είχε βρει την ευτυχία. Η μοίρα, όμως, έμελλε να δείξει ένα πολύ σκληρό πρόσωπο στον ηθοποιό. Το 2009, μετά από ένα ατύχημα σε μάθημα του σκι στο θέρετρο Mont Tremblant στο Κεμπέκ του Καναδά, η Νατάσα τραυματίστηκε σοβαρά στο κεφάλι. Η ηθοποιός μετέβη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε, όπου αρνήθηκε να λάβει ιατρική βοήθεια κι αντ’ αυτού ειδοποίησε τον Λίαμ ο οποίος βρισκόταν σε γυρίσματα στο Τορόντο. Λίγες ώρες αργότερα εκείνη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ότι είχε εγκεφαλική αιμορραγία μετά από κάταγμα στο κρανίο.
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, ο Λίαμ ήταν συνεχώς δίπλα της, ενώ ο ίδιος έχει γνωστοποιήσει ότι τα τελευταία λόγια που της είπε ήταν: «Αγάπη μου δε θα επιστρέψεις από αυτό. Ο εγκέφαλός σου έχει υποστεί πολύ σοβαρό τραύμα. Δεν ξέρω αν μπορείς να με ακούσεις, αλλά έτσι είναι τα πράγματα. Θα σε φέρω πίσω στη Νέα Υόρκη, για να έρθουν οι αγαπημένοι σου να σε δουν.» Δύο μέρες αργότερα, ο ηθοποιός έδωσε εντολή για να αποσυνδεθεί η σύζυγός του από τη μηχανική υποστήριξη.
Όπως αποκάλυψε αργότερα, στη διάρκεια της δεκαπενταετούς κοινής του ζωής το ζευγάρι είχε κάνει μια συμφωνία ότι αν κάποιος από τους δύο κατέληγε σε κατάσταση μηχανικής υποστήριξης, ο άλλος θα έδινε εντολή για αποσύνδεση. Μετά τον θάνατο της Νατάσα, ο Λίαμ προχώρησε σε μια ανάρτηση όπου δήλωνε ότι «λένε ότι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο είναι να χάσεις κάποιον που αγαπάς. Κάποιον που μεγάλωσες μαζί του και τον είδες να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Κάποιον που σου έδειξε πώς να αγαπάς. Είναι το χειρότερο πράγμα που συνέβη ποτέ σε κανέναν. Η σύζυγός μου πέθανε απροσδόκητα. Μου έφερε τόση χαρά. Ήταν τα πάντα για μένα. Αυτά τα 16 χρόνια που ήμουν σύζυγός της, μού έμαθαν πώς να αγαπάω άνευ όρων».
Αφού έχασε τη Νατάσα, ο Λίαμ προσπάθησε να υπάρξει και πάλι με κάποια γυναίκα στο πλευρό του, χωρίς, όμως, να μπορέσει ποτέ να συνδεθεί τόσο βαθιά με κάποια άλλη. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ κι αφοσιώθηκε στη δουλειά και τα παιδιά του. Η προσωπική του ιστορία είναι μια αληθινή ιστορία αγάπης, η πορεία ενός ρομαντικού άνδρα που αγάπησε και σεβάστηκε την γυναίκα της ζωής του, μέχρι το τέλος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου